Ορμητικά και
οργισμένα το χώμα βγαίνει από το χώμα.
Χαριτωμένα η μεγαλόπρεπα το χώμα περιπατεί πάνω στο χώμα.
Το χώμα με το χώμα, χτίζει παλάτια κι ορθώνει κάστρα και ναούς,
Το χώμα υφαίνει πάνω στο χώμα, θρύλους, θεωρίες και νόμους.
Μετά, το χώμα κουράζεται από τα έργα του χώματος και πλέκει από το φωτοστέφανο
του, όνειρα και φαντασίες.
Και μετά, τα μάτια του χώματος παραδίνονται από τη νύστα του χώματος στην
αιώνια ανάπαυση.
Και το χώμα φωνάζει στο χώμα :
"Εγώ είμαι η μήτρα κι ο τάφος, και θα είμαι η μήτρα κι ο τάφος ώσπου
να πάψουν να υπάρχουν τ' αστερία κι ο ήλιος γίνει σταχτή".
Ο ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ
Κάποτε, που
έθαβα νεκρό, κάποιον εαυτό μου πάλι,
Κοντά μου ο νεκροθάφτης ήρθε να μου πει : "Στ' αλήθεια
Απ' όλους που, να θάψουνε, η μοίρα εδώ έχει βγάλει,
Μόνο για σένα αγάπη να 'χω νιώθω μες στα στήθια".
Και του είπα
εγώ : "Τα λόγια σου, για μένα, χαρά μεγάλη
Όμως το να αγαπάς εμένα τι σ' έχει κάνει τάχα;"
"Γιατί", είπε εκείνος, "κλαίγοντας φτάνουν κλαίγοντας φεύγουν
οι άλλοι.
Ενώ γελώντας κι έρχεσαι και φεύγεις εσύ μονάχα".
Ο ΑΣΤΡΟΝΟΜΟΣ
Στη σκιά του
ναού, ο φίλος μου κι εγώ,
Μοναχικό τυφλό βλέπαμε απ' ώρα.
Και μου λέει "Τον κοιτώ με θαυμασμό,
ο πιο σοφός είναι, άνθρωπος στη χώρα".
Από τον φίλο
φεύγω, τον τυφλό
Πηγαίνω παρευθύς να χαιρετήσω.
Σαν πιάσαμε κουβέντα αποτολμώ,
Πως έγινε τυφλός να τον ρωτήσω.
"Από γεννησιμιού",
μου είπε αυτός.
Και λέω: "Στρατί σου, ποιο, για την Αλήθεια;"
Κι είπε: "Αστρονόμος είμαι ταπεινός"
Κι απέ, το χέρι θέτοντας στα στήθια:
"Μέσα μου
μελετώ : φεγγάρια, αστερία,
ήλιους κι ότι άλλο πλέει σε φως κι αιθέρια".