Νικηφόρος Βρεττάκος ©

ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές. Γεννήθηκε το 1911 στις Κροκεές Λακωνίας. Λόγω οικονομικών δυσκολιών δεν κατάφερε να σπουδάσει και αναγκάστηκε να δουλέψει από πολύ νέος αρχικά ως υπάλληλος του Υφυπουργείου Εργασίας και στη συνέχεια ως δημοσιογράφος. Στον πόλεμο του ?40 πολέμησε ως απλός στρατιώτης ενώ στην περίοδο της κατοχής ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση. Στην περίοδο της δικτακτορίας ο Νικηφόρος Βρεττάκος έφυγε από την Ελλάδα και έζησε στην Ελβετία και την Σικελία. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας και παράλληλα έκανε τα πρώτα του βήματα στη λογοτεχνία. Το Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων, οι Γκριμάτσες των ανθρώπων και το Κάτω από σκιές και φώτα είναι οι πρώτες του ποιητικές συλλογές. Ακολούθησαν τα: Πλουμίτσα, Έξοδος με το άλογο, Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ. Έγραψε και πεζογραφήματα με κυριότερα: Το γυμνό παιδί, Το αγρίμι και η καταιγίδα, Μροστά στο ίδιο Ποτάμι, κ.α., αλλά και την κριτική μελέτη Νίκος Καζαντζάκης, η αγωνία και το έργο του. Έχει βραβευθεί τρεις φορές με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης καθώς και με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας έγινε μέλος το 1989.Πέθανε το 1991.

 

 

Η ΠΟΙΗΣΗ

Η ποίηση είναι : ο θεός
που πορεύεται
προς όλο τον κόσμο
με ανοιγμένα τα χέρια του.


Ο ΒΡΑΧΟΣ ΜΟΥ

Θα τον ψηλώσω αυτό το βράχο
να τον κάνω ορατό απ' όλες
τις αποστάσεις, στήνοντας
πάνω στην κορφή μια λευκή
λαμπάδα από ποίηση.

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΣΣΕΥΜΑ

Το σχέδιο ήτανε μεγαλύτερο, Κύριε.
Αλλά δεν εξετέλεσα παρά μόνο
αυτό που μου επέτρεψαν ο χρόνος
και το ψωμί μου. Δεν ζητιάνευα,
είχα. Γιατί κ' η γυμνότητα, όταν
πιστεύει κανείς στο φως, είναι
ρούχο. Κι απ' το ψίχουλο ακόμα
μπορείς να έχεις περίσσευμα.
Και το τίποτα, δεν είναι τίποτα,
Κύριε. Θα ιδείς. Όταν θα 'ρθω
κοντά σου θα σου φέρω λουλούδια.


Ο ΛΟΓΟΣ

Δεν χρειάστηκε να σταθώ κάτω
απ' τον Άμβωνα για ν' ακούσω
τον Ιωάννη. Είδα το διάφανο
πορτοκαλάνθι, το άνθος της κουμαριάς
που γυρμένο έσταζε φως η το άγριο
λουλούδι στην ραγάδα της πέτρας,
που δεν θα μπορούσε να το φτιάξει
ποτέ κανείς Οππενχάϊμερ.
Κι είδα όλα τα μάτια, απ' αυτά
του παιδιού ως αυτά της μικρότερης
λιμπελούλας του κήπου μου,
γιομάτα ουρανό. Είδα τον Λόγο.


ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Λογαριάζω πως έχω να γράψω ακόμη
ως χίλια ποιήματα. Πάω ν' αγοράσω
χαρτί για έξι μέρες. Και σκέφτομαι:
άραγε με πόσες χιλιάδες ποιήματα
να 'φτιαξε τον ήλιο του ο Κύριος;


Η ΝΕΦΕΛΗ

Δεν είναι η Νεφέλη που σήμερα,
πέντε του Μάη, έξι το απόγευμα,
χρύσωσε τον ορίζοντα.
Η αγάπη μου είναι
που ξεπέρασε τα όρια
της καρδιάς μου και τύλιξε
όλο τον κόσμο
σαν διάφανο στέφανο.

ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ

Το νερό που το νόμιζα στερεμένο
αναβλύζει καθώς ένας πίδακας - κρίνος
πάλι απ' τα βάθη μου. Όλα τα 'μαθα,
θεέ μου, ρώτησε με ότι θέλεις
κ' εγώ θα σου ειπώ. Και μόνον
γι' αυτό το πιο κοντινό μου
μη με ρωτήσεις.
(Εσένα εαυτέ μου,
ως να είμαστε δυο διάφοροι
κόσμοι, το ξέρω. Θα φύγω
χωρίς να σε μάθω ποτέ.)


Η ΠΟΊΗΣΗ ΚΙ Η ΖΩΉ

Δεν τελειώνει η ποίηση , όπως
και ο ουρανός δεν τελειώνει , όπως και οι ώρες του Θεού
κι οι στροφές του πλανήτη μας .
Οι ανταύγειες της
ζωής
διατηρούνε το σχήμα της
μέσα στης ποίηση .
Όσο θα πηγαίνει και θ' έρχεται η θάλασσα ,
όσο γεννιούνται λουλούδια και χρώματα ,
όσο θα δίνουν οι άνθρωποι ο ένας στον άλλο το χέρι τους,
θα υπάρχει και η ποίηση .
Η ποίηση γεννιέται
μαζί με τα πράγματα ,
μαζί με τον ερώτα ,
μαζί με τον πόνο .
Παραδείγματος χάρη
των πολλών μου σελίδων η ποίηση γεννήθηκε
μαζί με τα μάτια σου .


Ο ΚΌΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΊΗΣΗ

Απλά πράγματα όλα .
Η τάξη τους είναι
φροντισμένη απ' το χέρι σου .
Μια δέσμη από χρώματα
στο βάζο του χρόνου .
Άλλωστε τι θαρρείς πως στο βάθος είναι η ποίηση ;
Είναι η γύρη των πραγμάτων του σύμπαντος .
Η γύρη σε πράξεις ,
η γύρη σε οδύνη , σε φως σε χαρά , σε αλλαγές ,
σε πορεία σε κίνηση .
Η ζωή και η ψυχή σε ένα αιώνιο καθρέφτισμα μέσα στον χρόνο .
Τι νομίζεις λοιπόν καταβαθος η ποίηση είναι ;
μια ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλο τον κόσμο .

 


Ο ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΣ ΔΑΙΜΟΝΑΣ

Κύριε ! Με όργωσες , μου πέταξες έξω τα νεύρα ,
το υνί σου σκοντάφτει στο κόκαλο .
Πες μου τι ψάχνεις να βρεις επιτέλους ;
Γυρεύεις τους σπόρους που ανθίζουν την ποίηση ;
Γυρεύεις τα χρώματα ;
Άδικα !
Με σκότωσες Άδικα , Κύριε , και σήμερα !
Χάλασε αν θέλεις έναν πλανήτη σου .
Δεν έκανες τίποτα .
Μάταια πόνεσες πάλι τα χέρια σου .
Ότι και αν κανείς , μ' αυτά μου τα χρώματα ,
μ' αυτούς μου τους σπόρους ,
-εγώ- την εκκλησία θα την χτίσω .
Κουβαλάω στους ωμούς κολώνες Φώτος να στηρίξω τον κόσμο .



ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ

Πριν έρθεις εσύ, ήρθαν οι μέλισσες
(σαν ένα σμήνος που αποκόπη απ΄ το φως)
με χαιρέτησαν.

Πριν έρθεις εσύ, όταν βγήκα στην πόρτα
Έστρεψαν όλα τα λουλούδια μαζί,
Με χαιρέτησαν

Πριν έρθεις εσύ, όσα δίνει ο ήλιος
Όλα τα είχα. Μούλειπε μόνον
Ένα χαμόγελο.

 


ΑΝΑΒΙΩΣΗ

Τόσοι άνεμοι, Θεέ μου, και δεν έσβησε
ακόμη της καρδιάς μου το φως.
Προκλητικό και αμετάπειστο επιμένει.
Είναι το αίμα μου, κ' είναι η αγάπη μου
σ΄ αυτή τη ζωή, που ανανεώνει διαρκώς
το διαρκώς καιόμενο αίμα μου.

 


Η ΚΡΥΠΤΗ

Ανακάλυψα πως η καρδιά μου
είναι μια κρύπτη
που μέσα της βρίσκεται το
παγκόσμιο εμβατήριο
της ειρήνης' και πως
ο ήλιος χαμήλωσε
κι ακόμη δεν άδειασα
την κρύπτη σου, Κύριε.

 


ΕΝΑΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Τούτος ο καθημερινός άνθρωπος (ο κοντός
κι απεριποίητος) που τούδωσα νερό
και τούδειξα το δρόμο, που δεν έχει
στη γης ούτε ένα δωμάτιο δύο επί δύο,
μπορεί και να μη χωράει στο σύμπαν.