Μάνος Πρίτης ©
Η ΓΝΩΣΗ
Κάποτε, σε ένα από τα ταξίδια μου στην χώρα του ονειροκόσμου -ξέρεις φίλε μου- αυτήν την χώρα ,που το πέρασμα της ανοίγει την ώρα που η σιγαλιά απλώνει το πέπλο της σιωπής, και οι σκέψεις πιασμένες χέρι χέρι ξεκινούν τον χορό της θύμησης, αυτήν την ώρα που το κρυστάλλινο καράβι των θέλω μας αρχίζει να γλιστρά πάνω στην πολύχρωμη θάλασσα των αισθημάτων μας, με τα λευκά πανιά της φαντασίας μας και κωπηλάτες τις αναμνήσεις μας! μια τέτοια ώρα, φίλε μου, η σιγαλιά άπλωσε για μια ακόμα φορά το χέρι της, σαν την αιώνια αγαπημένη, και με πήρε για ένα ακόμα ηδονικό ταξίδι. Γιατί- λησμόνησα να σου πω- πως, κάθε φορά, που έρχεται στο δωμάτιο μου, ντυμένη με τον αναρίθμητο πλούτο της σιωπής, ξυπνά μέσα μου την ηδονή, μια ηδονή που κάνει κάθε μου μόριο να πάλλεi τρελά!
Κάποτε, της ζήτησα να μείνει για πάντα μαζί μου, να γίνει παντοτινή μου συντροφιά! Μα γέλασε μαζί μου και μου ψιθύρισε πως δεν ήταν κτήμα και πως δεν μπορούσε να διαθέσει τον εαυτό της σε κανέναν από τους επισκέπτες του ονειροκόσμου προσωπικά .Λυπήθηκα τότε σαν τον ερωτοχτυπημένο εραστή που λησμονήθηκε από την αγαπημένη του! .Μα, με τον καιρό, συνήθισα να την περιμένω να με επισκέπτεται τις ώρες που αυτή αγαπά, και να αφήνομαι στα μαγευτικά ταξίδια, που σκαρώνει για μένα στη χώρα του ονειροκόσμου!
Ένα από αυτά τα ταξίδια θέλω να σου περιγράψω.
Το καράβι των θέλω μου γλιστρούσε αθόρυβα, με την φαντασία μου να φουσκώνει τα πανιά της, και τις αναμνήσεις μου να κωπηλατούν ρυθμικά, κατευθυνόμενο προς τις ακτές του νησιού της γνώσης - αυτήν την ονομασία του είχε δώσει η σιγαλιά . Στο βάθος του ορίζοντα είχαν αρχίσει να διαγράφονται αχνά οι ακτές. Σε αυτό το ταξίδι, η θάλασσα των αισθημάτων μου ήταν γαλήνια, σαν να την είχε μαγέψει και αυτήν η σιγαλιά!.
Σύντομα, είχαμε αράξει στην ακτή και για μια ακόμη φορά, πιασμένοι χέρι χέρι με την αγαπημένη, ξεκινήσαμε έναν περίπατο στους κήπους του νησιού!
Οι βράχοι στην ακτή ήταν διάφανοι και γυαλιστεροί, χωρίς να έχουν ούτε ένα ψεγάδι μέσα τους- ήταν καθαρά διαμάντια- και οι πέτρες ήταν μικρά διαμάντια, που λαμποκοπούσαν στο φως του άστρου της σοφίας ,που έλαμπε παντοτινά πάνω από το νησί της γνώσης. Τα λιβάδια στο εσωτερικό του νησιού ήταν σπαρμένα με πολύχρωμα λουλούδια, που τα πέταλα τους ήταν καμωμένα από λογής λογής πέτρες.
Όλα σε αυτό το νησί ήταν διάφανα και έλαμπαν.
Κάποια στιγμή, βλέποντας ένα ρόδο από κόκκινο διάφανο ρουμπίνι, άπλωσα το χέρι μου να το κόψω, μα η σιγαλιά μου ψιθύρισε: "Μόνο το δώρο που θα σου δώσει ο αρχαίος σοφός προφήτης- που μερικοί από τους ταξιδιώτες έλεγαν πως είναι ο χρόνος- μπορείς να πάρεις."
Για μια ακόμα φορά λυπήθηκα γιατί η σιγαλιά μου αρνιόταν κάτι που μου άρεσε πολύ!
Τότε με πήρε από το χέρι και, οδηγώντας με πιο βαθιά στο νησί, φτάσαμε σε μια μεγάλη πεδιάδα. Εκεί, στα πόδια μου, απλωνόταν μια άλλη θάλασσα από πολύχρωμα λουλούδια-γνώσεις. Μόνο που αυτά δεν έλαμπαν και είχαν πάνω τους διάφορες ακαθαρσίες-στίγματα.
"Γιατί είναι έτσι άσχημα;" ρώτησα
"Κάποιοι άνθρωποι κάνουν μόνοι τους το ταξίδι στον ονειροκόσμο - μου είπε - έρχονται μέσα από θάλασσες ταραγμένες, με βδελυρά σκαριά, και κλέβουν κάποια από τα λουλούδια-γνώσεις και μετά επιστρέφουν στον κόσμο του ήχου και της σάρκας. Με τα κλεμμένα λουλούδια επιδεικνύονται για λίγο, και μετά τα πετούν σε μια άκρη της ακτής των αισθημάτων τους. Και τα λουλούδια-γνώσεις μαραίνονται! Και αυτοί, αντί να τα ποτίσουν με το νερό της σκέψης τους, τα εγκαταλείπουν στις σκοτεινές ακτές. Και έτσι αυτά, μην έχοντας τροφή και το φως του άστρου της σοφίας, στιγματίζονται και λερώνονται".
Τότε, είπα στη γλυκιά σιγαλιά να παρακαλέσει, για μένα που την αγαπώ, τον αρχαίο σοφό προφήτη να με αφήσει να πάρω μερικά από αυτά. ".Θα τα ποτίζω εγώ με το νερό της σκέψης μου",της είπα, " και, όταν θα έρχεσαι να με πάρεις στα όμορφα ταξίδια, που μου χαρίζεις, τότε εγώ θα τα έχω μαζί μου και θα τα φέρνω στο νησί της γνώσης, στο άστρο της σοφίας, για να γυαλίσει τις πλευρές τους με το φως του .Έτσι, θα τα κάνει πιο πολύτιμα για μένα. Μα η απάντηση ήταν η ίδια!
Τραβώντας με απαλά, κατευθυνθήκαμε προς έναν ναό, που ήταν κτισμένος στην βάση του βουνού των απόκρυφων μυστικών.
Ο ναός ήταν κτισμένος από τα γυαλιστερά λουλούδια-γνώσεις, που είχε συγκεντρώσει ο αρχαίος σοφός προφήτης στο πέρασμα του αναρίθμητου χρόνου. Λουλούδια, που άλλοι ταξιδιώτες είχαν ποτίσει με το νερό της σκέψης τους και είχαν γυαλίσει με το φως του άστρου της σοφίας .Σε μια πέτρα διάφανη και πολύ πιο αστραφτερή, που βρισκόταν στο κέντρο της αυλής του ναού της μάθησης, θα βρίσκαμε το δώρο, που είχε αποφασίσει να μου δώσει ο αρχαίος σοφός προφήτης .Αυτήν την πέτρα λένε ότι την έβαλε εκεί ο Θεός-σύμπαν, πριν ο αρχαίος σοφός προφήτης κτίσει τον ναό .Πριν καν υπάρξει!
Πλησίασα αργά, γιατί η πέτρα γυάλιζε υπερβολικά και γινόταν όλο και πιο αστραφτερή από το φως του άστρου της σοφίας! Τόσο που με θάμπωνε και με ζάλιζε!. Σκιάζοντας τα μάτια με τα χέρια μου, φτάσαμε επιτέλους στην πέτρα όλης της σοφίας. Έτσι την είπε η σιγαλιά. Επάνω της διέκρινα κάτι που έμοιαζε με μια παλιά και φθαρμένη πένα. Αμέσως, η ψυχή μου λυπήθηκε, γιατί περίμενα να πάρω ένα από όλα αυτά τα γυαλιστερά λουλούδια-γνώσεις. Μα αντί για αυτό, θα έπαιρνα μια παλιά φθαρμένη πένα!
Η σιγαλιά, νιώθοντας την ταραχή μου, με μετέφερε γρήγορα στο καράβι. Και η φαντασία φούσκωσε τα πανιά της και οι αναμνήσεις κωπηλατούσαν με ορμή! Και η θάλασσα των αισθημάτων μου άρχισε να ανατριχιάζει. Σιγά σιγά, η ανατριχίλα έγινε ταραχή! Μα η σιγαλιά, που είχε οδηγήσει πολλούς στη χώρα του ονειροκόσμου, ήταν έμπειρη στα ταξίδια και, με την γνώση της, καθοδηγούσε την φαντασία μου και τις αναμνήσεις μου. Και έτσι, φτάσαμε στο τέλος του ταξιδιού με ασφάλεια!
Τότε, η μέρα άνοιξε τα μάτια της και η αγαπημένη αποτραβήχτηκε, δίνοντας τη θέση της στους ήχους και τη σάρκα! Και εγώ - τι λύπη φίλε μου! - απόμεινα να κοιτώ την παλιά φθαρμένη πένα, που ήταν ακουμπισμένη πάνω σε ένα χαρτί στη γωνιά του τραπεζιού μου .Σαν σε ψίθυρο άκουσα τη σιγαλιά να μου λέει: "Ο αρχαίος σοφός προφήτης είναι λυπημένος μαζί σου! Και από δω και μπρος, θα σε παίρνω μόνο στα ταξίδια που η πένα του λόγου θα αφήνει σαν ίχνη πάνω στο χαρτί!"
Και χάθηκε!
Τώρα, κάθε φορά που η αγαπημένη έρχεται, εγώ σκαρώνω τα ταξίδια μας στον ονειροκόσμο, αφήνοντας τα ίχνη της ψυχής μου, με την πένα του λόγου πάνω στο χαρτί. Και ελπίζω πως κάποτε θα ξανακάνουμε το ταξίδι στο νησί της γνώσης, που τόσο πολύ με έχει μαγέψει. Και ξέρω πως με τον καιρό, αν ποτίζω τα ίχνη της πένας του λόγου με το νερό της σκέψης μου, αυτά θα γίνουν λουλούδια, που κάποιοι άλλοι ταξιδιώτες, καθώς θα τα δουν, θα τα αναγνωρίσουν και θα τα πάρουν μαζί τους στο νησί της γνώσης. Τότε, το άστρο της σοφίας θα γυαλίσει τις πλευρές τους, και ο αρχαίος σοφός προφήτης χρόνος θα τα πάρει, για να τα βάλει στην θέση τους στο ναό!.
Ο ΛΟΓΟΣ
Σαλπάρω με το γοργοτάξιδο καράβι της φαντασίας μου για κόσμους ονειρικούς, κόσμους μαγείας και αρμονίας, εκεί όπου το απόκρυφο μπλέκεται με την πραγματικότητα, σχηματίζοντας ανείπωτους κόσμους. Χάνομαι μέσα τους και ριγώ, καθώς περιδιαβαίνω τα μονοπάτια τους, συναντώ ιερείς και μύστες, μάγους και σοφούς, οι οποίοι- κάπου κάπου- μου αποκαλύπτουν και κάποιο μυστικό των θεών, καλά κρυμμένο από τα μάτια των ανθρώπων.
Συναντώ μυθικά πλάσματα, αερικά και δράκους, και ακούω ιστορίες για αρχαίους λαούς, ήρωες και πολέμους.
Έχουν τόση ομορφιά αυτοί οι κόσμοι, που κάποιες στιγμές θέλω να βρίσκομαι ατελείωτα μέσα τους! Ίσως να φταίει γι' αυτό η ζωηρή φαντασία μου! Ο κόσμος του πραγματικού μου προξενεί αισθήματα ανάμικτα- λύπης και αποστροφής! Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί η θέληση μου με οδηγεί στους κόσμους του φανταστικού!
Σας τα λέω όλα αυτά, για να καταλάβετε πώς περίπου σκέφτομαι - είπα στους συνομιλητές μου-.
"Ναι, μα η ζωή είναι διαφορετική, φίλε μου", είπε ο κύριος Πέτρος. "Και νομίζω" πρόσθεσε, "ότι είναι πολύ προτιμότερη η πραγματικότητα από την ονειροβασία"
-"Συμφωνώ και εγώ" είπε ο Κώστας.
Μόνο ο καινούργιος συνομιλητής μας, που είχε φέρει μαζί του ο Κώστας και μας τον σύστησε με το όνομα Άγγελος, με κοίταξε με τα μάτια του να λάμπουν. Μέσα τους διέκρινα εκείνη την μυστηριακή φωτιά, που καίει τον νου αυτών που τολμούν να ονειρεύονται την μέρα!
"Τι λες εσύ, φίλε μου;" τον ρώτησα. Ήθελα πολύ να μάθω την γνώμη του, γιατί η λάμψη των ματιών μου προξενούσε εντύπωση.
Με κοίταξε για λίγα λεπτά σιωπηλός και εγώ βυθίστηκα σε εκείνα τα μυστηριακά του μάτια.
"Σκέφτομαι", είπε, "πως τα ταξίδια, που μας αναφέρατε, πρέπει να είναι ενδιαφέροντα!"-η φωνή του είχε τη χροιά του ήχου που έρχεται από πολύ μακριά-, "Πραγματικά, θα ήθελα να ακούσω μια ιστορία από αυτές που έχετε ζήσει στους κόσμους που αναφέρετε", πρόσθεσε και τα μάτια του έλαμψαν με περισσότερη διαύγεια τώρα.
"Βέβαια", είπα, "αν συμφωνούν και οι φίλοι μας, τότε πολύ ευχαρίστως".
"Ναι", είπαν οι άλλοι απρόθυμα.
Αγνόησα την απροθυμία τους, γιατί ήθελα να μάθω πώς θα έβλεπε την ιστορία μου ο Άγγελος.
Καθώς άφηνα τις αναμνήσεις μου να ξεχυθούν, φέρνοντας με στους κόσμους των ονείρων μου, ξανακοίταξα μέσα σε εκείνα τα μάτια που με μαγνήτιζαν, και για μια μόνο στιγμή μου φάνηκαν γνώριμα, πολύ γνώριμα. Αμέσως, οι εικόνες του νου μου απέκλεισαν κάθε σχέση μου με τον χώρο! Για μια ακόμη φορά, το γοργόφτερο άτι της φαντασίας μου ξεχύθηκε ασυγκράτητο! Στην αρχή όλα ήταν θολά! - έτσι συνέβαινε πάντα - σιγά σιγά οι ακαθόριστες σκιές πήραν σχήμα.
Βρισκόμουν στους πρόποδες κάποιου βουνού και μπροστά μου ξετυλιγόταν ένα μονοπάτι, που οδηγούσε προς την κορφή του,η οποία ήταν χαμένη μέσα σε μια ομίχλη, που λαμπίριζε από το φως κάποιου άστρου που δεν έβλεπα .Κοίταξα γύρω μου. Πίσω μου, απλωνόταν μια πεδιάδα καταπράσινη, γεμάτη από πολύχρωμα αγριολούλουδα! Εδώ και εκεί συστάδες οπωροφόρων δέντρων ύψωναν τα κλαδιά τους, που ήταν γεμάτα από λογής λογής καρπούς προς τον ουρανό. Έμοιαζαν να προσεύχονται σε κάποιον Θεό που αγνοούσα! Ένα ποτάμι, όχι πολύ βαθύ, κυλούσε τα ήρεμα νερά του πιο κει. Στην κοίτη του ξεκουράζονταν πολύχρωμα βότσαλα, που έλαμπαν και αυτά στο φως του, κρυμμένου από τα μάτια μου, άστρου!
Ξεκίνησα να ανηφορίζω στην πλαγιά του βουνού, ακολουθώντας το μοναδικό μονοπάτι που έβλεπαν τα μάτια μου. Ο δρόμος στενός, μα η ανάβαση του εύκολη! Σαν να με τραβούσε μια αόρατη δύναμη, κάνοντας τα βήματα μου ανάλαφρη!
Η πορεία μου κράτησε λίγα λεπτά . Βρέθηκα, σιγά σιγά, να κολυμπάω στην λαμπερή ομίχλη, που κάλυπτε ένα μέρος του βουνού. Το μονοπάτι κατέληγε στην είσοδο μιας σπηλιάς. Καθώς την αντίκρισα, έμεινα να την κοιτώ εκστατικός! Δεξιά και αριστερά δυο κολώνες στήριζαν ένα αέτωμα. Οι κολώνες ήταν φτιαγμένες από καθαρό χρυσάφι και ήταν στολισμένες περίτεχνα με αμέτρητους πολύτιμους λίθους, που ήταν τοποθετημένοι με τέτοια σειρά, ώστε σχημάτιζαν μυστικά σύμβολα, που και αυτά λαμποκοπούσαν από το φως του κρυμμένου άστρου.Το αέτωμα ήταν κατασκευασμένο από όνυχα, που την καθαρότητα του δεν είχα ξαναδεί. Στο κέντρο του υπήρχαν καμωμένα δυο μάτια, από καθαρά διαμάντια στο μέγεθος ενός καρυδιού, που έλαμπαν. Το αστραποβόλημα τους έριχνε αχτίνες φωτός μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς.
Προχώρησα στο εσωτερικό της σπηλιάς με δειλά βήματα και βρέθηκα σε μια μεγάλη αίθουσα. Το έδαφος κάτω από τα πόδια μου ήταν στρωμένο με ορυκτούς λίθους, κομμένους σε σχήμα ρόμβων, που εκπέμπανε το ίδιο εκείνο μυστηριακό φως! Κατά μήκος των τοιχωμάτων της σπηλιάς υπήρχαν θρόνοι, καμωμένοι από λευκό μάρμαρο- τόσο λευκό που με θάμπωνε! Στις πλάτες τους ήταν γραμμένα ονόματα, με μια γραφή που αγνοούσα την έννοια της.Στο κέντρο υπήρχε ένας άλλος θρόνος, απαράμιλλης ομορφιάς και μεγαλοπρέπειας! Από την βάση του ξεκινούσε ένα μικρό ρυάκι, που τα νερά του είχαν την λάμψη χιλίων ήλιων.
Στις όχθες του ρυακιού αυτού, ανάμεσα σε όλες αυτές τις ουράνιες λάμψεις, διέκρινα μια μορφή, που καθόταν σε στάση διαλογισμού! Πλησίασα και στάθηκα μπροστά της. Ήταν ντυμένη με τους μανδύες των μεγάλων ιερέων μάγων, που είχα συναντήσει στα ταξίδια μου. Τότε, η μορφή ανασήκωσε το κεφάλι της και δυο αστραποβόλα μάτια με κοίταξαν. Στο στήθος του ιερέα, που είχα μπροστά μου, μια λέξη ήταν κεντημένη με χρυσάφι- στην ίδια μυστηριακή γραφή. Ξαφνικά, σαν να άνοιξαν τα μάτια μου, το νόημα της ήταν πια ξεκάθαρο! "Αγάπη"! η λέξη άστραψε μέσα στον νου μου!
Τα μαλλιά και η γενειάδα του ιερέα έδειχναν να είναι από λαμπερό μετάξι! Και εκείνα τα μάτια, που λαμπίριζαν, ήταν τόσο γνώριμα! Μα όσο και αν έψαχνα στη μνήμη μου, δεν μπορούσα να θυμηθώ από πού.
"Καλώς ήρθες στον ναό της αγάπης",αντήχησε η φωνή του, καμωμένη λες από μυριάδες γλυκόλαλα στόματα."Κάτσε εδώ δίπλα μου και εγώ θα σου αποκαλύψω το μυστικό αυτού του ναού". Και μου έδειξε μια πέτρα δίπλα του.
Κάθισα, και τα μάτια μου καρφώθηκαν στα δικά του. Χάθηκα, τότε, μέσα σε αμέτρητους γαλαξίες, που άλλαζαν μορφή και περιστρέφονταν, με τέλεια αρμονία, γύρω από ένα τεράστιο άστρο, που έλαμπε απερίγραπτα ,έτσι που το φως του έκανε τα αμέτρητα άστρα να λάμπουν!
"Το άστρο που βλέπεις είναι ο Ένας Θεός", άκουσα τη γλυκόλαλη φωνή να λέει "και τα άστρα, που αποτελούν τους γαλαξίες, είναι οι ψυχές, που αγάπησαν και αγαπούν πραγματικά. Βρίσκονται πάντα σε απόλυτη αρμονία με τον Έναν Θεό, γιατί είναι πλασμένες από την ουσία του. Είναι οι ψυχές που αγκάλιασαν τα πάντα γύρω τους, που έδωσαν την αγάπη με ανιδιοτέλεια, μην ζητώντας να πάρουν τίποτε άλλο, παρά μόνο το φως του Ενός Θεού. Και οι θρόνοι, που είναι κατά μήκος των τοιχωμάτων, προορίζονται γι' αυτούς. Θα ενθρονιστούν με όλες τις τιμές που τους αξίζουν, όταν συμπληρωθούν οι καιροί της αναμονής, τότε που ο Ένας Θεός θα ολοκληρώσει το έργο του. Τότε, το φως του θα μοιραστεί στις ψυχές- άστρα και ο Ένας Θεός θα πάψει να υπάρχει σαν μονάδα και θα αφομοιωθεί από αυτές, που θα γίνουν βασιλείς και θα βασιλέψουν στους ανθρώπους, δίνοντας τους το φως του Ενός Θεού".
"Και στον θρόνο που είναι στη μέση του ναού ποιος θα κάτσει;" ρώτησα.
"Ο Λόγος, ο γιος του Ενός Θεού, που ενσαρκώθηκε από όλα αυτά, που τα φωτισμένα μυαλά των ανθρώπων- που αγάπησαν και αγαπούν πραγματικά- μεταφέρουν στους αμέτρητους αιώνες, κάνοντας όμορφη τη γη που ζείτε , που ανακουφίζουν τις καρδιές που κουβαλούν αβάσταχτα φορτία!
Όταν όλα, όσα έχει αποφασίσει ο Ένας Θεός, έρθουν στο τέλος τους, και η αγάπη θα λάμψει με όλη της τη μεγαλοπρέπεια σε όλες τις καρδιές, τότε ο Λόγος θα πάρει την υπόσταση, που θα του δώσει το φως του Ενός Θεού, που θα ξεχύνεται καθάριο από τις ψυχές των ανθρώπων, και θα κάτσει για πάντα στο θρόνο τον έτοιμο από την αρχή των καιρών. Όταν αυτό συμβεί, τότε κάθε πόνος, δάκρυ, αρρώστια και κακία δεν θα έχουν καμιά ισχύ πάνω στους όμοιους σου, γιατί ο Λόγος θα τα κατακάψει με τη δύναμη της φωτιάς του στόματος του.
Και εσύ και οι όμοιοι σου, που κρατάτε την πένα του Λόγου, προσέχετε! Γιατί, αν παραπλανήσετε τους ανθρώπους, τότε η φωτιά του στόματος του Λόγου θα σας κατακάψει και θα βρεθείτε με όλα εκείνα τα βδελυρά πράγματα στους αμέτρητους αιώνες! Γιατί, ο Ένας Θεός σας επέλεξε για φάρους, που φωτίζουν με το φως του τις ψυχές των ανθρώπων!"
"Πρόσεχε, λοιπόν!", είπε ο ιερέας του ναού της αγάπης. Και η φωνή του ακούστηκε τόσο δυνατά μέσα στο μυαλό μου, που όλες οι εικόνες θόλωσαν μπροστά μου! Τρόμαξα και έφερα τα χέρια μου στα μάτια μου για μια και μόνο στιγμή. Όταν τα κατέβασα, είδα τους συνομιλητές μου να με κοιτούν με δέος!
Χρειάστηκα λίγες στιγμές, για να συνειδητοποιήσω που βρισκόμουν, καθώς ο νους μου ήταν ακόμα θαμπωμένος από το μεγαλείο των όσων είχα δει! Απέναντι μου, δυο μάτια, που έλαμπαν, με κοιτούσαν και μέσα τους αναγνώρισα τη λάμψη των ματιών του ιερέα του ναού της αγάπης! Σιωπηλός σηκώθηκα και έφυγα, χωρίς να πω ούτε μια λέξη, καθώς μέσα στον νου μου αντηχούσε ακόμα η φωνή που έλεγε:
"Πρόσεχε, πρόσεχε!".
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΩΝ ΣΚΙΩΝ
Έξω ο άνεμος ούρλιαζε ανάμεσα στα δέντρα και τις στέγες των σπιτιών, τραγουδούσε το μοιρολόι του! Ένα παράξενο συναίσθημα διαπέρασε την ραχοκοκαλιά του Καβούλ. Τα Φώτα τρεμόπαιξαν αρκετή ώρα και μετά σταθεροποιήθηκαν πάλι.
" Πρέπει να βρω κάτι για φως " σκέφτηκε .
Σε λίγο, είχε γυρίσει στο γραφείο του κρατώντας ένα κερί. Το έβαλε σε ένα κηροπήγιο, που μια παράξενη αλλοκοτιά τον είχε βάλει να το φέρει από την αποθήκη και να το αφήσει στο γραφείο. Κάθισε πάλι στην πολυθρόνα και βυθίσθηκε σε άχρωμες σκέψεις. Σκέψεις της καθημερινότητας. Ο άνεμος έξω ούρλιαζε με μανία τώρα! Έμοιαζε να απειλεί όλη την πλάση με την δύναμη του! Τα Φώτα τρεμόπαιξαν- για μια ακόμα φορά- και μόλις που πρόλαβε να ανάψει το κερί,καθώς το σπίτι βυθίστηκε στο σκοτάδι. Έξω ο άνεμος μετέφερε κάθε λογής κολασμένο ουρλιαχτό .
Ο Καβούλ έριξε μια μάτια γύρω του. Καθώς η φλόγα τρεμόπαιζε, οι σκιές χόρευαν στον ρυθμό της! Βυθισμένος στο ημίφως και την σιωπή, ξαναπήρε τα μονοπάτια των σκέψεων του, βαδίζοντας νευρικά πάνω τους.
"Τι ψάχνεις γιε μου;"
Τινάχτηκε όρθιος. Απέναντι του στον καναπέ καθόταν μια σκιά! Μια σκιά γνώριμη και αγαπητή! Τρόμαξε και άλλο! " Μητέρα;", είπε και η φωνή του βγήκε με πολύ κόπο."Τι ψάχνεις, γιε μου;", ξανάπε η σκιά. "Κοίτα ποιος είσαι; Τι έγινες, γιε μου; Νιώθω μια μεγάλη θλίψη στην ψυχή σου! Πες μου τι σε βασανίζει;". Η φωνή της ήταν ζεστή και τον έκανε να νιώθει εκείνη την ίδια ασφάλεια, που ένιωθε στην αγκαλιά της.
"Πάντα αυτό έκανες και είναι τώρα έτσι! ", ακούστηκε η φωνή του πατέρα του, από την μεριά της βιβλιοθήκης. Η σκιά του πατέρα του πήγε και κάθισε και αυτή στον καναπέ. Ο Καβούλ έφερε τα χέρια στα μάτια του- σαν αυτή την ανόητη κίνηση που κάνουν οι άνθρωποι, όταν δεν θέλουν να πιστέψουν αυτό που βλέπουν! Αφού τα έτριψε, κοίταξε πάλι στον καναπέ, μα τίποτα δεν είχε αλλάξει. Οι σκιές ήταν εκεί.
"Έχει γίνει ένας παράφρων! βλέπει οράματα! ακούει φωνές από το πουθενά! και το χειρότερο: λέει πως είναι ονειροναύτης!, χα! Ένας φαντασιόπληχτος είναι! έτσι ήταν από μικρός!", είπε η σκιά του πατέρα του χαιρέκακα."Όχι, κύρη μου, ο γιος μας είναι ένας εκλεκτός, ένας γιος του Φωτός! Αυτό διάλεξε να είναι"
Ο Καβούλ άκουγε τις φωνές τους σαν βροντές μέσα στο κεφάλι του. Όλα γύριζαν! Είχε χάσει πια κάθε επαφή με το περιβάλλον. Υπήρχαν μόνο αυτός και οι σκιές! Έξω ο άνεμος συνέχιζε να κτυπά με μανία κάθε τι που αντιστεκόταν στο πέρασμα του !
"Μα, τι λες τώρα, γιος του φωτός; Αυτός που, μόνο όταν ονειρεύεται, είναι καλά; Σίγουρα από σένα κληρονόμησε αυτήν την τρελά! Και εσύ έτσι παράξενη ήσουνα! Ξέρεις ότι ακόμα και την αγάπη την ζει στα όνειρα του; Και το σημαντικότερο, δεν έχει καμία συμμετοχή στην πραγματική ζωή! Είναι ένας φαντασιόπληχτος, ένας τρελός! Ίσως από τότε να έπρεπε να τον είχα κλείσει σε ένα ίδρυμα, και όχι να σε ακούσω και να τον στείλω στο μοναστήρι! Έκανα λάθος!". Η φωνή της σκιάς είχε εκείνον τον ίδιο τόνο αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιούσε ο πατέρας του, κάθε φορά που μιλούσε γι' αυτόν. Λόγια που είχαν την χροιά του μανιασμένου ανέμου!
Ο Καβούλ απόρησε για μια ακόμα φορά: "Μα, τι του έχω κάνει; Μήπως, πραγματικά, είμαι ένας φαντασιόπληχτος τρελός, που όλα τα ζει μέσα σε μια αδιάκοπη κρίση κάποιας ψυχικής ασθένειας; Μήπως η σκιά " πατέρας" έχει δίκιο;"
Η φλόγα του κεριού τρεμόπαιξε κάνοντας τις σκιές να μοιάζουν ότι είχαν επιδοθεί σε έναν χορό που προκαλούσε δέος ."Έχει δίκιο ο πατέρας σου!", μια καινούργια φωνή ήρθε να προστεθεί στον χορό των άλλων δυο. Η σκιά είχε μια απροσδιόριστα γνώριμη φωνή. Η χροιά της ξυπνούσε αναμνήσεις περασμένες, χαμένες στην λήθη του χρόνου, καλυμμένες με άλλες πιο γλυκές και πολύχρωμες.
"Δεν είσαι τίποτε άλλο, παρά μόνο ένας παράφρονας! Και εγώ λέω ότι θες γιατρό! Αν συνεχίσεις να πιστεύεις όλα αυτά, θα αναγκαστώ να σε αφορίσω! Ένας χριστιανός δεν λέει τέτοια λόγια! Ακούς γιος του Φωτός, χα! Και από πού και ως πού θεός ;Σίγουρα, κάποιο κακό δαιμόνιο βρίσκεται μέσα σου! Άφησε τα όλα αυτά και έλα στα συγκαλά σου, παιδί μου!"
Η νέα φωνή ανήκε στον ξομολόγο των παιδικών του χρόνων. Οι αναμνήσεις βομβάρδιζαν τον νου του με ασυνήθιστη ένταση! Κτυπούσαν την ψυχή του, σαν τον μανιασμένο άνεμο, που μαινόταν έξω. Όλα τα παιδικά του χρόνια έτρεχαν μπροστά στα μάτια του!
"Γιος του Φωτός , χάχα!"
"Ένας παράφρονας είσαι."
"Δεν θα γίνεις ποτέ άνθρωπος εσύ!"
Οι φωνές έσκαγαν σαν κύματα μιας τρομερής καταιγίδας! Ο Καβούλ κάλυψε τα αυτιά του, προσπαθώντας να τις κάνει να σωπάσουν. Μάταια, όμως! Μιλούσαν μέσα στο μυαλό του! Η φλόγα τρεμόπαιξε… ο άνεμος ούρλιαξε… το σκοτάδι χόρευε γύρω του… και οι σκιές- που τώρα είχαν γίνει τόσες πολλές, που δεν μπορούσε πια να τις αναγνωρίσει- έλεγαν όλες μαζί : "Είναι τρελός!" και γελούσαν σαν δαίμονες της κόλασης!
Μόνο η σκιά "μητέρα" καθόταν αμίλητη! Του φάνηκε ότι τα μάτια της έλαμπαν! "Πρέπει να τρελάθηκα!", η σκέψη τριγυρνούσε στον νου του σαν αγρίμι.
"Είσαι ένας γιος του Φωτός, είσαι ο κύριος των σκιών", είπε η σκιά μητέρα. Οι υπόλοιπες ούρλιαξαν κολασμένα και της επιτέθηκαν με αγριότητα!Ο Καβούλ έβλεπε τα νύχια τους να σχίζουν τον αέρα και να δημιουργούν κενά στο σκοτεινό σώμα της σκιάς μητέρας! Προσπάθησε να φωνάξει, να τις εμποδίσει. Μα μια δύναμη τον κρατούσε καρφωμένο στην θέση του. Η ψυχή του πονούσε και σχιζόταν σε κάθε τους χτύπημα! Στον αέρα πλανιόταν ο ήχος του ξίφους."Είσαι κύριος των σκιών, γιε μου!", είπε και πάλι η σκιά μητέρα. "Έχεις τη δύναμη να τις υποτάξεις, παιδί του Φωτός, και ξέρεις τον τρόπο!"Προσπαθούσε απεγνωσμένα να τις σταματήσει, μα πώς; Αφού το μόνο, που μπορούσε να κάνει, ήταν να κοιτά.
"Είμαι γιος του Φωτός! Κύριος των σκιών!", φώναξε με όλη την δύναμη της ψυχής του!
Για μια στιγμή, κάτι άστραψε μπροστά του και τον ξάφνιασε! Κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν στο γραφείο του. Το κερί είχε σβήσει… ο άνεμος είχε κοπάσει… και τα Φώτα είχαν ανάψει και πάλι!
ΦΤΕΡΩΤΑ ΑΓΚΑΘΙΑ
Η φωνή της έφερε στον νου του κάτι από τον βρυχηθμό μιας αγριόγατας, όχι σαν την τίγρη που είχε κάτι διαφορετικό. Η τίγρη θύμιζε την άγρια επιβλητική ομορφιά, παράλληλα με έναν παράξενο τρυφερό νου. Μοναδικά καλλίγραμμα πλάσματα, καλλιεργημένα μόνο στην επιφάνεια τους, που τελικά, όταν παραδίνονται στα ένστικτα τους, γίνονται επικίνδυνα. Εκείνη δεν ανήκε σε αυτό το είδος. Έδινε την αίσθηση ενός λίγκα ή μιας αγριόγατας, τσιτάχ ας πούμε. Εξέπεμπε ένα παράξενο μαγνητισμό, ένα ρεύμα μιας άγριας ακατέργαστης ενέργειας! Κάθε φορά, που συναντιόταν, αυτός ο υπέρμετρα αισθησιακός μαγνητισμός γέμιζε το χώρο! Οι άλλοι τον ένιωθαν σχεδόν αδιόρατα, καθώς τους διέφευγε, γιατί ήταν απορροφημένοι από την πεποίθηση που είχαν γι' αυτά που θεωρούσαν βεβαιωμένα! Έτσι, ο ερωτικός τυφώνας, που μαινόταν δίπλα τους, δεν τους προκαλούσε κανένα συναίσθημα..
Αυτός, πάλι, είχε πάνω του κάτι από την επιβλητικότητα του λιονταριού! Απ' όπου περνούσε, προκαλούσε ρίγη σε κάθε θηλυκό, μα και σε κάθε αρσενικό η παρουσία του προκαλούσε φόβο! Έσμιγαν, τον τελευταίο χρόνο, με μια πρωτόγνωρη σφοδρότητα, καθώς ο χρόνος ήταν εχθρός τους. Δεν μπορούσαν να κάνουν και διαφορετικά. Η θέση τους ήταν λεπτή! Παντρεμένοι και οι δυο! Μα αυτό που έκανε τη σχέση τους πολύπλοκη ήταν η οικογενειακή φιλία τους.
Αυτό, όμως, που μου προξενούσε εντύπωση, ήταν η ενέργεια που ένιωθα γύρω μου κάθε φορά που βρισκόμουν κοντά τους. Ήταν κάτι καθαρό, μα με μια πολύ διαφορετική υφή, που για ανθρώπους σαν και μένα έμοιαζε σαν κάτι σχεδόν ξένο.
Μελέτησα το πρόσωπο του αρκετές φορές! Είδα την ενέργεια του να τον κυκλώνει, την άκουσα να τρίζει από ζωή… ένας παλμός… κάτι ζωντανό! Ναι, αυτό ήταν! Η ενέργεια τους ήταν ζωντανή, ήταν η ενέργεια της γης! Μα, καθώς τον μελετούσα περισσότερο, την είδα να ξεπετάγεται από την καρδιά του. Εγώ βίωνα τα πράγματα διαφορετικά, αν και πολλές φορές απέδιδα στην καρδιά μου κάποια πράγματα. Αυτό, που τελικά συμπέρανα, ήταν ότι ήμουν ένα απόλυτο εγκεφαλικό πλάσμα. Η εικόνα, που γεννήθηκε στον νου μου από αυτήν την σκέψη, ήταν κάτι σαν ολογράφημα, που ενώ φαινόταν κανονικά η σάρκα, στην ουσία δεν υπήρχε! Μόνο ένα πλάσμα άυλο, ονειρικό, που θα μπορούσε να περάσει μέσα από τοίχους και φυσικά εμπόδια. Η σάρκα μου αρνιόταν την συμμετοχή… και ο νους μου βρισκόταν σε διαφορετικό επίπεδο. Θέλοντας να τα συγκρίνω, έφτασα σε αδιέξοδο, καθώς δεν μπορούσα να πω ποιο ήταν ανώτερο και ποιο όχι.
Σήμερα, πάλι η ενεργειακή μπαταρία μου φόρτισε από την ενέργεια τους, και ξεχύθηκε στο χαρτί. Δεν νιώθω άβολα από αυτήν την φόρτιση! Αντίθετα, μου προκαλεί εντυπώσεις γνώριμες. Τόσο γνώριμες, που η σάρκα επαναστατεί, ζητώντας το μερίδιο της από την ζωή! Τις τελευταίες μέρες, σκέφτομαι ότι είναι άσοφο να ξεχνάς τη σάρκα, για να ανυψώσεις μόνο το πνεύμα σου. Σκέφτομαι ότι είμαι ένας αδιάρρηκτος κόσμος από σάρκα και φως. Αυτή η ενέργεια μου δείχνει ότι πρέπει να ισορροπήσω ανάμεσα στη σάρκα μου και το πνεύμα μου, γιατί η υφή αυτής της ενέργειας είναι απίστευτα πολύχρωμη. Είναι… πραγματική!
ΦΤΕΡΩΤΟΣ ΚΑΚΤΟΣ
Αν και δεν συχνάζω σε τέτοια μέρη, μια παράξενη παρόρμηση με έσπρωξε να κατέβω τη στενή σκάλα του παλιού κτιρίου. Η πόρτα παλιά και ξεχαρβαλωμένη στεκόταν σε μεντεσέδες, που έτριζαν με έναν ήχο, που θύμιζε τον θόρυβο που κάνουν τα ξίφη, καθώς διασταυρώνονται. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός και το περιβάλλον αποπνικτικό από τον καπνό των τσιγάρων, που πλανιόταν στον χώρο σαν ομίχλη- μια ομίχλη που κάλυπτε τα γερμένα σώματα των θαμώνων του καπηλειού.
Προχώρησα στο βάθος, εκεί που ήταν κάπως πιο σκοτεινά! Νιώθοντας ντροπή, κάθισα και παρήγγειλα μια παγωμένη μπύρα. Ξαφνικά διψούσα πολύ! Στο διπλανό τραπέζι καθόταν κάποιος, που το παρουσιαστικό του κινούσε την περιέργεια μου. Ήταν ψηλός-από όσο μπορούσα να καταλάβω-και αδύνατος, πολύ αδύνατος. Όπως τον κοιτούσα, είχα την εντύπωση ότι ήταν μια σκιά. Μια σκιά, που είχε πάνω της σφραγίδες άλλων κόσμων, με μαλλιά κατάλευκα- αν και στο λιγοστό φως το πρόσωπο του έδειχνε ότι ήταν νέος- γύρω στα τριανταπέντε με σαράντα. Το πρόσωπο του ήταν μακρύ, τα μάτια του λίγο μεγάλα- έδιναν την εντύπωση ότι έλαμπαν μέσα τους τα φώτα ενός άστρου! Τον κοιτούσα, καθώς έπινα την μπύρα μου και, με την φαντασία μου, τον έβλεπα σαν ένα μεγαλοπρεπή αξιωματούχο, που είχε εξοριστεί από τη χώρα του. Η παρουσία του είχε κάτι το επιβλητικό!
Αποφάσισα να του πιάσω κουβέντα! Παρήγγειλα κρασί, από αυτό που έπινε. Ο ταβερνιάρης του το πήγε, γέμισε το ποτήρι του και κάτι του ψιθύρισε. Ο ξένος γύρισε, με κοίταξε για λίγο. Αισθάνθηκα ότι τα μάτια του με ξεγύμνωναν. Είχε κάτι το παράξενο αυτός ο άνθρωπος! Χαμογέλασα και, σηκώνοντας το ποτήρι μου, του ευχήθηκα, ελπίζοντας να πιάσουμε κουβέντα.
"Με γαλήνη", μου είπε με μια φωνή που θύμιζε άνθρωπο καλλιεργημένο, "και, για να σας ανταποδώσω, θα σας διηγηθώ μια ιστορία!" είπε.
Η χροιά της φωνής του με μαγνήτιζε!
"Ευχαρίστως να σας ακούσω", του είπα και η περιέργεια μου ξύπνησε.
"Να κάτσω κοντά σας;" ρώτησα
"Ελάτε".
Κάθισα απέναντι του και σιώπησα, περιμένοντας να ακούσω τι είχε να μου πει. Είχα τη βεβαιότητα ότι αυτό, που θα μου έλεγε, ήταν ένα μεγάλο μυστικό, που μόνο αυτός γνώριζε.
"Θα σας πω μια ιστορία που δεν πρέπει να σχολιάσετε! Όταν τελειώσω, θα σας παρακαλέσω να φύγετε και να την ξεχάσετε, σαν μην την ακούσατε ποτέ!"
"Σε ένα από τα ταξίδια μου - και θα σας ομολογήσω ότι έχω κάνει τόσα πολλά, που με κόπο πια τα ξεχωρίζω - βρέθηκα σε έναν τόπο, όπου ο ήχος δεν υπήρχε! Μόνο μια βαθιά σιωπή βασίλευε από την μια άκρη του ως την άλλη. Σε αυτόν τον κόσμο της σιωπής, λοιπόν, γνώρισα κάποιον παράξενο άνθρωπο. Θυμάμαι ότι επέμενε ότι το όνομα του ήταν "κάκτος"! Παραξενεύτηκα και τον ρώτησα γιατί. Τότε, αυτός με κοίταξε, με μάτια που έλαμπαν από ένα παράξενο είδος τρέλας, και μου απάντησε:
"Μα, γιατί ήμουν ένας κάκτος! Κάποτε, ζούσα σε μια έρημο! Εκεί, το συμπαντικό σχέδιο είχε αποφασίσει να ζω! Αυτή η έρημος ήταν σκοτεινή και ήμουν αδιάκοπα μόνος μου. Οι μέρες κυλούσαν βασανίζοντας με! Ο χρόνος αυτός- ο άλλοτε κακός και άλλοτε καλός καβαλάρης των ωρών- ερχόταν αργά, για να παρατείνει το μαρτύριο και την μοναξιά μου! Αδιάκοπα, νύχτα μέρα, κραύγαζα! Μα, η φωνή μου δεν ακουγόταν! Την έπνιγε το σκοτάδι και ο χρόνος! Παραδόθηκα σε αυτήν την μοίρα μου, χωρίς να αντιστέκομαι, και οι μέρες κυλούσαν και οι χρόνοι, χωρίς κανένα γεγονός να ταράζει την μοναξιά μου! Σκέφτηκα να πεθάνω, μα- όπως σου είπα- Κυρίαρχος Θεός Πριμέματον- που βασίλευε στους άλλους Θεούς και όλους τους κόσμους- είχε άλλα σχέδια για μένα! Με ήθελε εκεί, να ζω χωρίς ήχο, χωρίς φως στην ατέλειωτη έρημο μου. Σε κάποια στιγμή, που δεν μπορώ να προσδιορίσω, καθώς ο χρόνος είχε την ίδια χροιά- πάντα στην έρημο της ατέλειωτης μου μόνωσης- μου φάνηκε ότι είδα ένα μικρό φως από μακριά! Αισθάνθηκα παράξενα, καθώς οι αιώνες μου είχαν περάσει στο απόλυτο τίποτα. Κοιτούσα με λαχτάρα το μικρό αυτό φως, μα και πάλι οι αιώνες κυλούσαν πάνω μου και το φως παρέμενε μακρινό… να σαν ένα αστέρι στον ουρανό! Προσπαθούσα να το πλησιάσω, μα μου ήταν αδύνατο να κινηθώ, καθώς οι ρίζες- φόβοι με κρατούσαν δέσμιο...
Και οι αιώνες κυλούσαν… και λαχταρούσα το φως, γιατί μου άρεσε!… Έκλαιγα ασταμάτητα, γιατί δεν μπορούσα να ξεφύγω από αυτό μου το μαρτύριο! Κοιτούσα το μακρινό φως και τα δάκρυα μου κυλούσαν, στάζοντας στις ρίζες μου. Πρέπει να πέρασαν αμέτρητοι αιώνες δακρύων! Κάποια στιγμή, μου φάνηκε ότι το φως φαινόταν πιο κοντά μου τώρα! Χάρηκα! Περίμενα να με πλησιάσει και άλλο! Μα και πάλι… ο ατελείωτος χρόνος περνούσε, χωρίς να έρχεται κοντά μου το φως! Και η λύπη φώλιασε και πάλι μέσα μου… τα δάκρυα άρχισαν και πάλι να τρέχουν… Ο χρόνος κυλούσε, με εναλλαγές μικρής χαράς και ατελείωτης θλίψης!
Μετά από ατελείωτο χρόνο, που στο πέρασμα του θα μπορούσαν να είχαν πεθάνει αμέτρητοι κόσμοι, το φως είχε αποκτήσει το μέγεθος της σελήνης, φωτίζοντας αχνά την έρημο μου. Τότε, συνειδητοποίησα ότι το κορμί μου είχε ψηλώσει! Αυτό που με ανύψωνε ήταν τα δάκρυα μου, που πότιζαν τις ρίζες μου, φέρνοντας με κοντύτερα στο φως. Άρχισα και πάλι να κλαίω, όχι από λύπη αυτή τη φορά, μα από χαρά! Και τα δάκρυα πότιζαν… και το κορμί μου ψήλωνε.
Κάποια στιγμή, όμως, είδα πως δεν μπορούσα να πλησιάσω άλλο στο φως! Γέμισα και πάλι θλίψη και απόγνωση, με τα δάκρυα μου να τρέχουν σαν ποταμός από τα κουρασμένα μάτια μου-που θάμπωσαν από το αδιάκοπο κλάμα- ρίχνοντας με και πάλι στο σκοτάδι! Και οι αιώνες περνούσαν, χωρίς να μου δίνουν καμιά σημασία, μέχρι που τα δάκρυα στέγνωσαν, καθώς το είναι μου παλλόταν από την αδιάκοπη θλίψη!
Σιγά σιγά, χωρίς τα δάκρυα να με θαμπώνουν, η όραση μου επανήλθε! Και τότε τι χαρά! Όλη η έρημος μου είχε γίνει ένας κατάφωτος κόσμος, ένας κόσμος χρωμάτων! Και το πιο υπέροχο ήταν πως δεν είχα πια ρίζες, να με κρατούν, μα ήμουν ελεύθερος να περιφέρομαι στην έρημο μου! Τότε, Αγάπησα το φως για ό,τι μου χάριζε! Κάθε στιγμή, το Αγαπούσα περισσότερο! Και, καθώς η Αγάπη μου μεγάλωνε, μεγάλωναν μαζί της και δυο φτερά, που άρχισαν να φυτρώνουν στην πλάτη μου! Έτσι, εγώ Αγάπησα και την Αγάπη! Το πιο αξιοθαύμαστο ήταν πως τα φτερά μου μεγάλωσαν τόσο, που τώρα μπορούσα να πετάξω από κόσμο σε κόσμο! Ναι, ο πόνος, το δάκρυ και η Αγάπη με έκαναν έναν φτερωτό κάκτο!"
Αυτά μου είπε ο παράξενος άνθρωπος της σιωπής και μου φάνηκε πως είδα δυο φτερούγες στην πλάτη του! Δυο φτερούγες φτιαγμένες από φως και Αγάπη! Πίστεψα, λοιπόν, την ιστορία του!
Κατά συνέπεια, και εσύ και εγώ, αν θέλουμε ψηλά να φτάσουμε, ένας δρόμος υπάρχει: ο δρόμος της ταπείνωσης και της θλίψης!
Ας έχουν γαλήνη τα έργα μας!"
Έσκυψα, τότε, το κεφάλι μου από ντροπή, γιατί εγώ καταριόμουν την θλίψη μου. Όταν το ξανασήκωσα, ο ξένος δεν ήταν πια μαζί μου! Κοίταξα γύρω μου, μα δεν τον είδα πουθενά! Μόνο μου φάνηκε πως είδα δυο φτερούγες να χτυπούν τον χρόνο… δυο φτερούγες από φως και Αγάπη!
Η ΠΕΝΑ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
Μια άλλη μέρα καθώς διάβαζα τα ίχνη της ψυχής κάποιου άλλου ταξιδιώτη του ονειροκόσμου διάβασα μια όμορφη ιστορία, μια μάχη ανάμεσα στην "πένα του λόγου" και στο "ξίφος της μάχης" και νικητής αυτής της μάχης ήταν η "πένα του λόγου".
Τότε οι αναμνήσεις μου ξύπνησαν και καθώς περιδιάβαιναν τις ώρες που είχαν υπάρξει στάθηκαν σε κάποια άλλη μάχη που είχε δώσει η "πένα του λόγου" αντίπαλος αυτή τη φορά ήταν ο χρόνος.
Όταν ο Ένας Θεός έδωσε στους ανθρώπους την γραφή και τους χάρισε την πένα ο χρόνος είχε πει πως οι άνθρωποι δεν άξιζαν την τιμή που τους έκανε.
"Η καρδιά τους είναι" είπε "και η ψυχή τους δειλή, γι' αυτό πολλές φορές ζητούν τη λησμονιά, εγώ λοιπόν που τόσο καλά τους ξέρω θα πολεμήσω τα ίχνη της πένας, θα στέλνω τις ώρες και τις μέρες και τα χρόνια, και θα σβήνω τις αναμνήσεις τους, και θα φθείρω τα ίχνη της πένας κάνοντας τα να περνούν στον κόσμο των πραγμάτων που υπήρχαν μα δεν υπάρχουν πια, έτσι η μάχη ανάμεσα στην πένα και τον χρόνο είχε αρχίσει.
Οι ταξιδιώτες άφηναν τα ίχνη τους και κατέγραφαν τις γνώσεις τους στις αναμνήσεις τους, και ο χρόνος έστελνε τις ώρες και τις μέρες και τα χρόνια και τα ίχνη καλύπτονταν και περνούσαν στον κόσμο της λησμονιάς που είναι και ο κόσμος των πραγμάτων που υπήρχαν και δεν υπάρχουν πια.
Και οι καιροί περνούσαν, οι άνθρωποι, οι κόσμοι, οι Θεοί, όλα τα πράγματα που υπήρχαν δεχόταν επάνω τους τις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια και περνούσαν στον κόσμο της λησμονιάς.
Και όλα έδειχναν πως ο χρόνος είχε δίκιο και πως είχε νικήσει την πένα.
Μια μέρα καθώς ο χρόνος περιδιάβαινε τους κόσμους καβάλα στις ώρες, είδε κάποιον άνθρωπο να σκαλίζει σε βράχους τα κυνήγια του και να φτιάχνει πολλές εικόνες από τη ζωή των ανθρώπων πάνω στην πέτρα, δεν του έδωσε όμως σημασία καθώς σκεφτόταν "Άφησε τον να κοπιάζει, θα στείλω τις ώρες μου και το έργο του θα περάσει στον κόσμο της λησμονιάς, και έστειλε τις ώρες του και το έργο του ανθρώπου πέρασε και αυτό στον κόσμο της λησμονιάς.
Κάποια άλλη φορά είδε έναν ταξιδιώτη να κατεργάζεται φλούδες κάποιων δέντρων για να μπορεί να αφήνει τα ίχνη εύκολα, μα ο χρόνος σκέφτηκε ότι θα στείλει τις ώρες του και το έργο του ανθρώπου θα περνούσε στον κόσμο της λησμονιάς.
Αργότερα είδε άλλους ανθρώπους που έπαιρναν τα δέντρα και κάποιες ουσίες της γης και κατασκεύαζαν λεπτά πράγματα που οι ταξιδιώτες έπαιρναν και πάνω τους άφηναν τα ίχνη της ψυχής τους με την "πένα του λόγου", άλλοι άνθρωποι τα έπαιρναν και βάζοντας πολλά μαζί κατασκεύαζαν κάτι που τα έλεγαν βιβλία.
Μα και πάλι σκέφτηκε πως θα έστελνε τις ώρες και τις μέρες και τα χρόνια και τα βιβλία θα περνούσαν στον κόσμο των πραγμάτων που υπήρχαν και δεν υπάρχουν πια, εκεί που οι ώρες που είχαν περάσει αναπαυόταν με όλα τα λησμονημένα πράγματα.
Μα οι ταξιδιώτες γίνονταν όλο και πιο πολλοί, και σαν να μην έφτανε αυτό άρχισαν και άλλοι άνθρωποι που δεν ήταν ταξιδιώτες να αφήνουν τα ίχνη τους, και τα βιβλία γινόταν όλο και πιο πολλά.
Καθώς τους παρατηρούσε να κάνουν τα έργα τους, είδε κάποιους άλλους που έπαιρναν τα βιβλία και τα διάβαζαν, και είδε τις ώρες που είχαν περάσει να παρουσιάζονται μπροστά στους ανθρώπους, και γεγονότα που ανήκαν στον κόσμο της λησμονιάς να περνούν για ακόμα μια φορά μπροστά από τα μάτια των ανθρώπων, και τις λησμονημένες ώρες να βγαίνουν από την θάλασσα της λήθης και να παίρνουν ζωή.
Και οι λησμονημένοι ήρωες καβαλούσαν ξανά τα άτια τους και ρίχνονταν στη μάχη και πάλι, και οι ξεχασμένοι βασιλιάδες ντύνονταν την μεγαλοπρέπεια τους και τα βασίλεια τους ζούσαν, ως και τις οπτασίες που είχαν πάρει μαζί τους στον κόσμο της λησμονιάς οι ώρες που πέρασαν έβλεπαν οι άνθρωποι, κάθε φορά που διάβαζαν τα βιβλία οι αναμνήσεις ξεχύνονταν και οι άνθρωποι γίνονταν κυρίαρχοι των ωρών που πέρασαν, και ένιωθαν τις αγάπες που είχαν περάσει, και μάθαιναν τις γνώσεις που είχαν χαθεί, και ανάσταιναν τους θεούς που υπήρχαν και δεν υπάρχουν πια.
Τότε ο χρόνος κατάλαβε κάτι που ήταν κρυμμένο καλά από τα μάτια του, πως οι άνθρωποι ήταν θεοί αφού μπορούσαν να του παίρνουν τις ώρες που είχαν περάσει και δεν υπάρχουν πια.
Από κείνη τη μέρα άρχισε να κτίζει τον ναό της μάθησης και εκεί άρχισε να μαζεύει όλη τη γνώση των ανθρώπων υπακούοντας στους νέους θεούς που είχαν γεννηθεί από την "πένα του Λόγου".
Και τώρα που στα λεω όλα αυτά φίλε μου ο χρόνος δεν είναι πια κυρίαρχος των ωρών γιατί η "πένα του Λόγου" τον είχε νικήσει και τον έκανε έναν αρχαίο σοφό προφήτη υπηρέτη των νέων θεών των ωρών που πέρασαν.
*Το κείμενο αυτό είναι εμπνευσμένο από το εξαίρετο διήγημα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, "Πένα και ξίφος".
ΣΗΓΩΡ
"Σε περίμενα! Ήξερα πως κάποια στιγμή θα έρθεις! Το ήξερα Καβούλ" είπε η Σηγώρ, έτρεμε, έμοιαζε να γίνεται ένα άστρο, ένας κόσμος από φως.
"Τώρα όλα είναι όμορφα και γαλήνια" η φωνή της κυλούσε σαν γάργαρος ποταμός.
Ο Καβούλ είχε μείνει έκπληκτος, δεν πίστευε στα μάτια του. "Σε ξέρω" ήταν το μόνο που μπορούσε να πει, ήταν λίγη ώρα τώρα που είχε ξεκινήσει ένα ακόμα ταξίδι στον ονειροκόσμο και μπροστά του στεκόταν η Σηγώρ, αυτό δεν μπορούσε να το πιστέψει, αυτό το κορίτσι είχε την μορφή των ονείρων του, είχε την ανάσα των άστρων, το άρωμα της άνοιξης πλεγμένο στα μαλλιά της που κυλούσαν εβένινος ποταμός στεφανώνοντας το ονειρικό πρόσωπο της.
Θυμήθηκε τις ώρες της μόνωσης του που τις περνούσε με την μορφή της πλεγμένη σε ένα ονειρικό υφαντό, έφερε ξανά στην μνήμη του τον καιρό που μην αντέχοντας την μοναξιά του της έδωσε ζωή, την έψαξε στα κατάβαθα της ψυχής του, και αυτή αναδύθηκε σαν ένας λαμπερός γαλαξίας που γεννιέται από την ζωοφόρο πνοή του Θεού.
Ναι! Η Σηγώρ ήταν ένα πλάσμα των ονείρων του των ασχημάτιστων ακόμα, των ονείρων που κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει.
Άνοιξε τα χέρια του στην πιο ανθρώπινη κίνηση θέλοντας να την κλίσει στην αγκαλιά του, μέσα του βαθιά κάπου στο μυαλό του ένας φόβος είχε στήσει τον χορό του, φοβόταν ότι θα σβήσει σαν εκείνα τα όνειρα που έρχονται και φεύγουν, αχνές εικόνες.
Την κράτησε απαλά στην αγκαλιά του όπως κρατούν τα λουλούδια όταν δεν θέλουν να πληγόσουν την ομορφιά τους.
"Δεν περίμενα ποτέ ότι θα σε συναντήσω, ότι θα σε κρατήσω στην αγκαλιά μου, Θεέ μου! Σε ευχαριστώ!"
Η Σηγώρ του έκλεισε απαλά τα χείλη του με το δάκτυλο της "Σσσσς Αγαπημένε μου, μην λες τίποτα, είμαι εδώ στην αγκαλιά σου ας χαρούμε αυτό που ο Θεός μας χάρισε, προσευχόμουν γι' αυτό"
Έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε, ήταν όλα όμορφα, ένιωθε σαν να είχε αναγεννηθεί. " Ας ζήσω την Αγάπη" σκέφτηκε.
"Τα λόγια της είναι τα λόγια της άνοιξης που σαν πολύχρωμα λουλούδια σκορπούν γλυκές ευωδιές, είναι η γλυκιά του ανέμου αύρα που σιγοτραγουδά σε παραδεισένιους κόσμους"
Οι σκέψεις του έτρεχαν με ταχύτητα, θαρρείς και δεν θα προλάβαινε να τις κάνει, θα χανόταν σαν τον καπνό που σκορπά ο άνεμος.
Η Σηγώρ σαν να διάβασε τις σκέψεις του, σαν να τις είδε σαν πολύχρωμα πούλια να περνούν μπρος της του είπε: " Η ζωή κυλά με την μορφή σου Καβούλ, η καρδιά μου ανθίζει στο κοίταγμα σου, και το κορμί μου γεμίζει με τις ευωδιές της άνοιξης στο άγγιγμα σου" τα μάτια της έλαμπαν, "είμαστε στην χώρα της Γαδ Αγαπημένε μου, εδώ έρχομαι κάθε φορά που ζήτω να σε δω, και τον τελευταίο καιρό βρίσκομαι συνεχώς εδώ. Κατέβαινα καθημερινά στης ακτές των αισθημάτων σου και περίμενα να φανεί το καράβι που θα σε έφερνε κοντά μου, προσευχόμουν αδιάκοπα να έρθεις σύντομα, παει καιρός που μόνο εδώ σε περιμένω"
"Μόνο εδώ; γιατί που αλλού με περίμενες καλή μου; μα τι συμβαίνει εδώ κάτι μου διαφεύγει" σκέφτηκε ο Καβούλ.
"Είμαι ……" άρχισε να λεει η Σηγώρ "……. είμαι σαν και εσένα Καβούλ, πως λες τον εαυτό σου; ναι! είμαι μια ταξιδιώτισσα καλέ μου, κάνω ταξίδια στον ονειροκόσμο, από τον κόσμο του ήχου και της σάρκας, ερχόμουν με το καράβι των θέλω μου εδώ, εδώ που ο ήλιος λάμπει, που έχω τον πολυτιμότερο θησαυρό, εσένα! Εσένα καλέ μου. Θυμάμαι τότε που σε έψαχνα από κόσμο σε κόσμο άκουγα την φωνή σου, η ψυχή σου ούρλιαζε τις νύχτες των ονείρων, και εγώ έτρεχα, και έτρεχα μην μπορώντας ποτέ να σε φτάσω, και εσύ με καλούσες με απόγνωση, πριν από το ταξίδι μου στην Γαδ είχα αρχίσει να απελπίζομαι, μα όταν ήρθα εδώ για πρώτη φορά έκλαψα από χαρά, "επιτέλους" σκέφτηκα, βρήκα τον κόσμο της συνάντησης μας, και όλα αυτά γιατί σε Αγαπώ Καβούλ, Αγαπώ κάθε γωνιά της ψυχής σου, Αγαπώ τις σκέψεις σου, Αγαπώ την ανάσα σου, ως και τον ήχο του αίματος που κυλά στις φλέβες σου έχω Αγαπήσει".
Ο Καβούλ είχε απομείνει να την κοιτά, μια ταξιδιώτισσα, μια γυναίκα με σάρκα, "όμορφες ελπίδες δίνει ο ονειροκόσμος" σκέφτηκε.
"Που θα σε βρω Σηγώρ;" ρώτησε με τα μάτια του να λάμπουν.
"Μόνο εδώ Αγαπημένε μου, μόνο εδώ, θα σε περιμένω να έρχεσαι, και θα αντλώ κάθε λεπτό ευτυχίας που θα μου δίνει η μορφή σου, θα χτίσω έναν ολόκληρο κόσμο για μας στην Γαδ Αγαπημένε μου, για να σε γεμίζω αγάπη και γαληνή τις ώρες που θα είσαι μαζί μου."
"Μα γιατί μόνο εδώ; θέλω να σε δω με τα μάτια της σάρκας μου, θέλω να αισθανθώ την υφή των λατρεμένων χεριών σου στο δέρμα μου, τώρα που ξέρω δεν θα ησυχάσω αν δεν σε βρω."
"Μόνο εδώ Καβούλ σε παρακαλώ!" είπε η Σηγώρ με έναν πόνο στην φωνή της που διαπέρασε την ψυχή του σαν πυρωμένο σίδερο.
Άνοιξε τα μάτια του, έξω είχε αρχίσει να ξημερώνει, με την ανάμνηση της Σηγώρ ακόμα στον νου του ετοιμάστηκε για την νέα μέρα που είχε αρχίσει, πήγε στην δουλειά, έκανε ότι κάθε μέρα μα η μοναδική του σκέψη ήταν η βραδινή συνάντηση του.
Αργά το απόγευμα πήγε στο νοσοκομείο να δει κάποιον φίλο του, κάποια στιγμή τους έβγαλαν από τον θάλαμο καθώς οι γιατροί εξέταζαν τους ασθενείς, κάθισε στο μικρό σαλόνι και βυθίστηκε στις αναμνήσεις των περασμένων ωρών.
"Έχετε κάποιον ασθενή εδώ κύριε;" άκουσε μια φωνή να του λεει. Γύρισε από ευγένεια να απαντήσει, μα καμία λέξη δεν έβγαινε από το στόμα του. Δίπλα του καθόταν η Σηγώρ, μα ήταν πιο γερασμένη και το πρόσωπο της γεμάτο από τα ίχνη μιας αβάσταχτης δυστυχίας.
"Ναι" είπε καθώς χίλιες σκέψεις αυλάκωναν τον νου του σαν αστραπές στον νυχτερινό ουρανό, "Σάλεψα, τρελάθηκα λοιπόν, και παντού βλέπω το πρόσωπο της" .
"Έχω την κόρη μου εδώ" είπε η γερασμένη του Αγάπη, "Είναι σε κώμα δυο μήνες τώρα, και είναι ένας άγγελος" είπε και στα μάτια της φάνηκαν δυο δάκρυα σαν μικρά διαμάντια που ζητούσαν να βγουν στο φως, να βγουν για να δείξουν την ομορφιά μιας άλλης Αγάπης, της Αγάπης του δημιουργού για το δημιούργημα του.
Η ψυχή του Καβούλ έτρεμε μπροστά στο μεγαλείο της Αγάπης εκείνης. Είχε το χάρισμα να νιώθει τα συναισθήματα των άλλων, μα παράλληλα με το μεγαλείο ένιωσε και την απέραντη θλίψη, είδε σαν σε όραμα κάθε σκέψη που είχε κάνει για να σώσει την Αγαπημένη της ……Σηγώρ!
"Μα τι είναι αυτό; γιατί το σκέφτηκα; πως μου ήρθε; πρέπει να χαλιναγωγήσω λίγο την φαντασία μου, ακούς Καβούλ;" είπε με την σκέψη του στον εαυτό του.
"Σας παρακαλώ ελατέ να την δείτε κύριε είναι πραγματικά ένας άγγελος η "μικρή μου"" είπε η γυναίκα και ξεκίνησε προς το βάθος του διαδρόμου, την ακολούθησε σαν υπνωτισμένος. Σε λίγο ήταν σε ένα δωμάτιο γεμάτο μηχανήματα και σωληνάκια που κατέληγαν σε ένα κρεβάτι.
"Μα είναι δυνατόν;" φώναξε και γύρισε να φύγει σαν τον κυνηγημένο, σαν αυτόν που τον καταδιώκουν οι δαίμονες της ψυχή του, πάνω στο κρεβάτι ήταν η Σηγώρ!
"Καλώς ήρθες Αγαπημένε μου" άκουσε την φωνή της στο μυαλό του, "δεν ήθελα να με δεις έτσι Καβούλ, μην ξεχνάς σε Αγαπώ, και σε περιμένω στην Γαδ"
Ο Καβούλ γύρισε πλησίασε στο κρεβάτι, έσκυψε από πάνω της, άφησε ένα αχνό φίλη στα χείλη της, είπε με φωνή που έτρεμε: "Σ' Αγαπώ" και έφυγε σκυθρωπός και αμίλητος.
ΣΗΓΩΡ (Β)( ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΚΡΙΖΟ ΠΟΙΗΤΗ)
Από τη μέρα εκείνη ο Καβούλ δεν μπόρεσε να ησυχάσει, μέρα την μέρα κυλούσε σε μια απέραντη θλίψη, αν και ένιωθε ότι η Σηγώρ τον καλούσε στην χώρα της Γαδ αυτός αρνιόταν με πείσμα τα ταξίδια στον ονειροκόσμο είχε μεταβληθεί σε μια μάζα που πονούσε .
Τις πρώτες μέρες προσευχόταν με θέρμη, έταξε τη ζωή του για να μπορέσει να δει την αγαπημένη του Σηγώρ καλά, μα όλα ήταν μάταια.
Οι μέρες κυλούσαν πάνω του και τον σύνθλιβαν, και οι νύχτες μόνο εφιάλτες είχαν να του φέρουν. Πέρασαν μερικοί μήνες που του είχαν φανεί αιώνες, μια μέρα θλιβερή όπως όλες οι άλλες έκανε μια βόλτα στην ακροθαλασσιά, σε εκείνο το μέρος που άλλοτε ερχόταν χαρούμενος και δοξολογούσε το Θεό του που τον είχε πλάσει με φως, αυτή τη φορά έσερνε τα πόδια του στην άμμο και από τα μάτια του κυλούσαν δάκρυα.
"Για τελευταία φορά θα σου προσευχηθώ Κύριε μου" -σκέφτηκε- "Και για μια ακόμα φορά δεν έχω να σου ζητήσω τίποτα για μένα, μονάχα να, θέλω να με ακούσεις και να μην κλείσεις τα αυτιά σου στις προσευχές μου, πάρε την ζωή μου και κάνε την καλά, πάρε από μένα την ανάσα και δώστην σε εκείνη, σε εκείνη που είναι πια η καρδιά μου, σκότωσε με ώστε να μην ξέρω ότι δεν θα μπορέσω ποτέ να την σφίξω στην σάρκινη αγκαλιά μου, γιατί είναι άδικο Κύριε μου, το ξέρεις και εσύ, είναι άδικο να μου χαρίζεις το σύμπαν ολάκερο και την άλλη στιγμή να μου το παίρνεις πίσω, να μου χαρίζεις τον παράδεισο και να μην με αφήνεις να τον ζήσω, να μου δίνεις απλόχερα τα χρώματα και να μου παίρνεις τα μάτια , σε παρακαλώ αν και ξέρω ότι είσαι πάνσοφος η πίστη μου κλονίζεται."
είχε κάτσει στο ίδιο σημείο των βράχων που καθόταν πάντα και κοιτούσε την απέραντη θάλασσα, η σκέψη του ήταν θολωμένη και του έπαιζε παράδοξα παιχνίδια, άρχισε να σκέφτεται πως ίσως να ήταν καλύτερα να έδινε τέλος στην ζωή του, "Ναι πρέπει να βρω τη δύναμη να το κάνω" είπε στον εαυτό του "και θα την βρω, γιατί εσύ Θεέ είσαι άδικος , γι' αυτό λοιπόν από τώρα και έπειτα σε αρνούμαι" φώναξε σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, από τα μάτια του κυλούσαν δάκρυα έκλαψε σαν μικρό παιδί με την πίκρα να τον καίει.
Μετά από αρκετή ώρα αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι του για να τακτοποιήσει κάποιες λεπτομέρειες, ήταν αποφασισμένος να δώσει τέλος στη ζωή του, καθώς περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό με την άκρη του ματιού του είδε μία μορφή να του κλείνει το δρόμο, σταμάτησε σαστισμένος, μπροστά του στεκόταν ένας νέος άντρας που το πρόσωπο του έλαμπε, "Ποιος είσαι εσύ;" ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση. Έκανε να ξεκινήσει μα δεν μπορούσε να κουνηθεί σαν κάτι να τον κρατούσε καρφωμένο στη θέση του.
"Εγώ είμαι ο Ελεχαντεβαρίμ (Αυτοί είναι οι λόγοι) και είμαι εδώ για να σου δώσω ένα μήνυμα, ένα μήνυμα σε εσένα που το όνομα σου είναι Καβούλ(σαν ένα τίποτα), άκου λοιπόν θα έπρεπε να σε λένε Ναβάλ(ανόητος) γιατί αυτό που ετοιμάζεσαι να κάνεις είναι ανόητο, ο Κύριος λεει:
Δεν γνωρίζεις την δύναμη της αγάπης; Δεν είσαι εσύ ένας γιος του φωτός; Δεν έμαθες λοιπόν ακόμα πως κάθε τι έχει λόγο που γίνεται; Δεν έμαθες ότι αυτό που σε έκανε εκλεκτό είναι ακριβώς αυτός ο πόνος; Άσε την ψυχή σου ελεύθερη Καβούλ και ο Κύριος θα σε ονομάσει: Ασήρ(ευτυχής)". Αυτά είπε ο ξένος και χάθηκε σαν να μην υπήρξε ποτέ, ο Καβούλ έπεσε στα γόνατα και έκλαψε σαν μικρό παιδί , "Συγχώραμε Κύριε ξέρεις πόσο την αγαπώ, ξέρεις ότι δεν με νοιάζει να πεθάνω για να γίνει εκείνη καλά" είπε με τσακισμένη φωνή .
Γύρισε στο σπίτι του, είχε σουρουπώσει πια, η ψυχή του τώρα ήταν πιο γαληνεμένη, ίσως η συνάντηση να ήταν η αιτία , έπεσε στο κρεβάτι του καθώς ένιωθε πολύ κουρασμένος και ήταν, όλο αυτό τον καιρό παίδευε τον εαυτό του , αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως και τα όνειρα ήρθαν και πάλι. Βρέθηκε σε έναν τόπο που έμοιαζε στην Γαδ (ευτυχία) εκεί ανάμεσα σε πολύχρωμα λουλούδια και σε ένα ονειρικό λιβάδι καθόταν η Σηγώρ, μόλις τον είδε σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει προς το μέρος του με τα υπέροχα μαλλιά της να ανεμίζουν, έμοιαζαν με φτερούγες αγγέλων που κτυπούσαν τον άνεμο, ήταν πανέμορφη και έλαμπε, έφτασε κοντά του, το κοίταξε βαθιά στα μάτια και του είπε "Ήρθε και με βρήκε ο Ελεχαντεβαρίμ και μου είπε τι ήσουν έτοιμος να κάνεις, γιατί αγαπημένε μου; Δεν σου αρκούν οι στιγμές που ζούμε στη Γαδ; Ξέρω αγαπημένε μου και εγώ θέλω να σε έχω με σάρκα μα ο πάνσοφος Θεός αποφάσισε αλλιώς"-του είπε-και έφυγε πάλι τρέχοντας, αυτός άπλωσε τα χέρια του να την πιάσει μα δεν μπορούσε, ούτε να κουνηθεί μπορούσε, απόμεινε μόνο να την κοιτά καθώς αυτή απομακρυνόταν, "Θεέ μου !!"-φώναξε- "Εσύ που με άπειρη αγάπη μας περιβάλεις μην μου την παίρνεις τώρα! Όχι! Δεν καταλαβαίνεις την Αγαπώ!"
Ξύπνησε ιδρωμένος, έξω η μέρα είχε αρχίσει, σηκώθηκε από το κρεβάτι του χωρίς όρεξη, αφού πλύθηκε πήρε τηλέφωνο στη δουλειά του "Δεν θα έρθω σήμερα, είμαι άρρωστος" είπε, ντύθηκε αργά και βγήκε στο δρόμο, άρχισε να περπατά χωρίς προορισμό, αργά χαμένος σε αμέτρητες σκέψεις, χωρίς να το πολυκαταλάβει βρέθηκε έξω από το νοσοκομείο που ήταν η αγαπημένη του, "Θα πάω να την δω" σκέφτηκε,
μα αμέσως απέρριψε την σκέψη του αυτή, "μπορεί να την έχουν μεταφέρει κάπου αλλού" είπε στον εαυτό του, έστεκε μπροστά στην είσοδο του νοσοκομείου παλεύοντας με τις σκέψεις του, έκανε να μπει μα σταμάτησε, ήταν ακριβώς μπροστά στην πόρτα, "Συγνώμη Κύριε πρέπει να περάσω" άκουσε μια φωνή πίσω του, ήταν γνώριμη αυτή η φωνή, έκανε να γυρίσει "Σας παρακαλώ κάντε γρήγορα κάτι έγινε με την κόρη μου" ξαναείπε η γνώριμη φωνή, γύρισε μπροστά του έστεκε η μητέρα της Σηγώρ, "Με θυμάστε;" ρώτησε, "Μα και βέβαια σας θυμάμαι μα τώρα δεν είναι ώρα, αν δεν έχετε άλλη δουλειά ελάτε μαζί μου με πήραν τηλέφωνο οι γιατροί γιατί υπάρχει αλλαγή στην κατάσταση της κόρης μου, κάνετε γρήγορα σας παρακαλώ" και τον προσπέρασε τρέχοντας, σε λίγο βρισκόταν έξω από το δωμάτιο, ένας γιατρός έστεκε μπροστά στην πόρτα και μιλούσε με μια νοσοκόμα δίνοντας οδηγίες, μόλις είδε τη μητέρα να πλησιάζει γύρισε προς το μέρος της "ελάτε αυτό που συμβαίνει δεν έχει ξαναγίνει ποτέ, η κόρη σας...πως να σας το πω, είναι καλά!!" "Θεέ μου!!" φώναξε η μητέρα "Θεέ μου σε ευχαριστώ!!"
"Ξύπνησε κάποια στιγμή και φώναζε μια λέξη που έμοιαζε με όνομα, μα δεν ξέρω σε ποια γλώσσα, φώναζε Καβούλ" είπε ο γιατρός, "Εγώ είμαι αυτός!!" είπε ο Καβούλ,
"Μπορούμε να την δούμε;"
"Μα και βέβαια είπε ο γιατρός και άνοιξε την πόρτα παραμερίζοντας, η μητέρα ξεχύθηκε ασυγκράτητη κλαίγοντας από χαρά, την ακολούθησε ο γιατρός και ο Καβούλ, πάνω στο κρεβάτι καθόταν η Σηγώρ, και ναι ήταν θαύμα ήταν καλά, η μητέρα ρίχτηκε στα πόδια της έκλαιγε σαν ένα παιδί, η Σηγώρ της χάιδευε το κεφάλι κοιτάζοντας τον Καβούλ που έστεκε άλαλος, δίπλα από το κρεβάτι, ήταν ένα ακόμη πρόσωπο ο Ελεχαντεβαρίμ που είπε στον Καβούλ "Το όνομα μου είναι Ελεχαντεβαρίμ του Κυρίου και θεού των πάντων το όνομα σου λεει ο Κύριος δεν θα είναι πια Καβούλ μα Ασήρ, και το δικό σου είπε στη Σηγώρ θα είναι Σαχαδούθα(μαρτυρία δόξας) αυτά είναι τα λόγια του Σαβαώθ(Κύριος των δυνάμεων)" είπε και χάθηκε.
ΛΟΓΙΑ ΣΤΗ ΝΕΚΡΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ
Καβαλώντας το πολύχρωμο άτι των αναμνήσεων μου, γυρίζω στα παιδικά μου χρόνια, αυτά που άλλοι λένε χαρά και ανεμελιά, μα εγώ θλίψη τα λεω, αυτά τα παλιά και μισοξεχασμένα χρόνια.
Και εκεί στέκομαι μπροστά σου μητέρα και σε ακούω πάλι να μου λες για τον Θεό σου, τον δυνατό δημιουργό που αγνοούσες το όνομα του.
Είναι καλός και μεγαλοδύναμος, μου έλεγες, και η ψυχή μου ταξίδευε πάνω στα σύννεφα για τον κόσμο που τα λόγια σου έπλαθαν, και εκεί στον ουρανό των παιδικών μου χρόνων κάτω από τις φτερούγες του Θεού σου και των αγγέλων του αναπαυόμουν.
Σιγά σιγά η αγάπη σου γι' αυτόν έγινε αγάπη μου, τον επισκεπτόμουν συχνά και του άνοιγα την ψυχή μου, προσευχόμουν και η γαλήνη ερχόταν να με βρει.
Και τα χρόνια περνούσαν, σε έβλεπα μητέρα μου να τον αγαπάς όλο και πιο πολύ, μέχρι που έγινες νύφη του. Σκεφτόμουν τότε πως άξιζε την αγάπη σου, την αγάπη μου, την αγάπη όλων των πλασμάτων.
Μια μέρα που δεν άλλαζε σε τίποτα από τις άλλες, τις αδερφές της, καθώς υμνούσες τον Θεό σου, ήρθε η αρρώστια και άπλωσε επάνω σου τα χέρια της, εκείνα τα θλιβερά τα απόκοσμα χέρια.
Σκέφτηκα τότε πως ο Θεός σου θα την έδιωχνε από κοντά σου, θα την έστελνε σε εκείνους τους κόσμους της ανυπαρξίας που κατοικούν όλα τα ξεχασμένα πλάσματα.
Αφού τον αγαπά -σκεφτόμουν- και αυτός είναι Θεός, θα ανταποδώσει την αγάπη της.
Μάταια περίμενα να απλώσει τις φτερούγες του και να σε σκεπάσει. Αντί γι' αυτό σε σκέπασε η παγωμένη γη εκείνο το μουντό απόγευμα του Φεβρουαρίου.
Και δεν είχα πια τα μάτια σου και αυτά τα χέρια που τόσο πολύ είχα αγαπήσει, και τα λόγια σου, όλα χάθηκαν, έπεσαν νεκρά μπρος σου καθώς άφηνες αυτήν την γη και ξεκινούσες το ταξίδι σου για τον κόσμο των νεκρών που κανείς δεν έχει δει και κανείς δεν ξέρει τίποτα γι' αυτόν.
Από τότε που πέρασες στην λησμονιά μια άσβεστη φωτιά άναψε μέσα μου, ήθελα να μάθω, να γνωρίσω τον Θεό σου, ξεκίνησα έτσι την αναζήτηση, έψαχνα παντού, πάνω στον ουρανό, κάτω στην γη, τριγυρνούσα και ρωτούσα - μήπως είδατε τον Θεό;
Κάποιος μου είπε πως τον είχε δει εκεί που ο ήλιος βυθίζεται στη γαλάζια θάλασσα, κάποιος άλλος τον είχε δει να ανηφορίζει τους δρόμους των άστρων, ένας τρίτος τον είχε αναγνωρίσει μέσα στο κορμί της αγαπημένης του ένα δειλινό.
Κατάλαβα τότε ότι έπρεπε να τον βρω μόνος μου, πήρα τα μονοπάτια που τα λόγια σου είχαν χαράξει, μπήκα στους κόσμους που είχαν πλάσει οι προσευχές σου, και κάποια μέρα εκεί στην άκρη των άστρων νόμισα ότι τον βρήκα στον δρόμο της ποίησης.
Αργότερα τον είδα αχνά να περνά από τον κόσμο του απόκρυφου, άπλωσα τότε μπροστά του την ψυχή μου σαν το χαλί που απλώνουν μπροστά στους μεγαλοπρεπείς βασιλιάδες, βυθίστηκα μέσα στον κόσμο των απόκρυφων μυστικών νομίζοντας πως εκεί θα έβρισκα τον δρόμο για να φτάσω κοντά του, ήθελα να σε δω μητέρα μου να σου πω όλα αυτά που ένιωθα από τότε που ήμουν παιδί, να σου πω τις χαρές μου, τις λύπες μου, μα πιο πολύ ήθελα να σε αγκαλιάσω και να σου πω πόσο πολύ μου έλειπες, πόσο σε αγαπούσα.
Έψαξα για πολλά χρόνια να τον βρω, να μπω στην αγκαλιά του και εκεί κάτω από τις φτερούγες του μαζί σου να ψάλλω ύμνους για την καλοσύνη του.
Μα δεν μπορούσα να τον βρω πουθενά, του φώναζα τα βράδια, τον καλούσα με τα πολλά του ονόματα, γιατί έμαθα τα ονόματα που εσύ αγνοούσες.
Ένα βράδυ καθώς καθόμουν στην ακροθαλασσιά στην αγαπημένη μου θέση, εκεί από όπου ξεκίνησα πολλά από τα ταξίδια μου στην χώρα των ονείρων, μου φάνηκε πως τον είδα να περνά εκεί στην γραμμή των άστρων, τον φώναξα, προσευχήθηκα, τον παρακάλεσα να με ακούσει, μα όταν ξανακοίταξα με προσοχή μεγαλύτερη από πριν είδα πως αυτό που αποκαλούσα Θεό δεν ήταν τίποτε άλλο από τα φώτα ενός πλοίου που έπλεε μακριά στον ορίζοντα.
Κλονίστηκα τότε γιατί μια σκέψη έσκισε τον νου μου σαν την αστραπή την νύχτα - ο Θεός δεν υπάρχει είναι ένα ακόμα δημιούργημα των ανθρώπων για να στηρίζουν πάνω του τις ελπίδες τους και να κλίνουν τα μάτια τους στα τόσα κακά που κάνουν πάνω στη γη μας.
Ο Θεός που με τόση αγάπη του δινόσουν μητέρα μου είναι φανταστικός και ανύπαρκτος, αυτή μου η γνώση έγινε η πιο βαθιά μου λύπη γιατί είχα στηρίξει τις ελπίδες μου στον Θεό σου μητέρα, στον ανύπαρκτο Θεό σου, και τώρα θα έπρεπε να ζήσω χωρίς ελπίδα, και χωρίς να καταφέρω να σου πω όλα αυτά που θέλω.
Από κείνη τη μέρα μίσησα την ψυχή μου που τόσα χρόνια με πλανούσε.
ΤΟ ΠΑΘΟΣ
Το λυκόφως απλώθηκε, οι σκιές ήρθαν, η μέρα έκλεισε τα μάτια της για μια ακόμα φορά στον αιώνιο κύκλο της, και ο κόσμος του ήχου και της σάρκας σιώπησε.
Η σιγαλιά άπλωσε το πέπλο της, ένα βαρύ σκοτεινό πέπλο, οι σκιές χόρευαν έναν χορό αποτρόπαιο, και η σιωπή έφερε την γεύση του τρόμου, αναρίγησα, πρώτη φορά ένιωθα έτσι, όλα είχαν τρομαχτική όψη, προσπάθησα να ξεφύγω, η ψυχή μου δονούταν με έναν τρόπο που μετέτρεπε το είναι μου σε μια μάζα πόνου.
Μάταια, όσο κυλούσε η ώρα σταλμένη από έναν αμείλικτο χρόνο, τόσο ο νους μου ταξίδευε στις παρυφές κόσμων φρίκης, σε ακατονόμαστους κόσμους. Σε λίγο κάθε ίχνος αντίδρασης είχε νικηθεί, τώρα το είναι μου ήταν παραδομένο σε μια τρελή καταιγίδα που με πρωτόγνωρη αγριότητα μαινόταν στους κόσμους των ονείρων μου, ο φόβος ήρθε και φώλιασε μέσα μου.
"Θεέ μου βοήθησε με" σκέφτηκα, και τότε όλα σκοτείνιασαν βρέθηκα σε ένα ψυχρό απόκοσμο σκοτάδι, τόσο πυκνό που ένιωθα ότι με έπνιγε. Ξαφνικά και από το πουθενά απόκοσμα όντα άρχισαν να χορεύουν ουρλιάζοντας, ούρλιαζαν κολασμένες σκέψεις που με έκαναν να πονώ, ο πόνος ήταν σαν μια ενέργεια που εισχωρούσε σε κάθε μου ίνα, με διαπότιζε.
Προσπάθησα να σταματήσω το νου μου μη θέλοντας να ακούσω άλλες φωνές από σκέψεις, χωρίς αποτέλεσμα. Σιγά σιγά, οι φωνές απέκτησαν τέτοια ένταση που κτυπούσαν το νου μου με την δύναμη ενός βουνού.
Έσβησαν τα πάντα γύρω μου η ώρα περνούσε χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω την διάρκεια της, έπλεα σε ένα παχύρρευστο σκοτάδι.
Αργά άρχισαν να διαγράφονται αχνά σχήματα στην αρχή, που σιγά σιγά έπαιρναν τη μορφή ενός κόσμου εφιαλτικού.
Βρισκόμουν στη μέση μιας ερήμου σπαρμένης με ερείπια ναών που ήταν μισοπνιγμένοι από απαίσια αναρριχητικά φυτά.
Κολασμένα μουγκρητά σκορπούσαν μια ατμόσφαιρα φρίκης, και μια βαριά ομίχλη κάλυπτε τα πάντα, σερνόταν πάνω τους και αυτά εξέπεμπαν παλμούς πόνου, θρηνούσαν κάτι που μου ήταν άγνωστο.
Δειλά άρχισα να περπατώ ανάμεσα στα πεσμένα ιερά και τα διάφορα κομμάτια των ναών, σε κάθε βήμα μου ένας καινούργιος παλμός πόνου με διαπερνούσε, ο φόβος χόρευε μέσα μου τον τρελό του χορό.
Ξαφνικά μια μουντή αποκρουστική φωνή ακούστηκε, και οι λέξεις που ξεχυνόταν λες από χιλιάδες κολασμένα στόματα έλεγαν: "Εδώ είναι ο κόσμος του πάθους, του αδιάκοπου πόνου", τρόμαξα και κοίταξα γύρω μου ψάχνοντας την πηγή της φωνής, "ο κόσμος αυτός είναι φτιαγμένος από αυτούς που μου δόθηκαν ολόψυχα, θα πονούν γιατί παραδόθηκαν σε μάταια πάθη και δεν φρόντισαν την ψυχή τους", ξανάκουσα την φωνή να λεει και τότε κατάλαβα πως ερχόταν από τα πάντα γύρω μου.
"Οι ναοί που βλέπεις είναι οι ψυχές αυτών που τύφλωσα με την δύναμη μου και τους έκανα παντοτινούς δούλους, και δεν έχουν το φως, τίποτα όμορφο δεν κατοικεί δίπλα τους, παρά μόνο τα αναρριχητικά φυτά λάθη τους που τους πνίγουν με βρόγχους από τύψεις."
"Θέλω να φύγω από δω" σκέφτηκα με όση δύναμη μου είχε απομείνει.
Τότε ένα τρομαχτικό γέλιο ακούστηκε και τα πάντα άρχισαν να αλλάζουν, οι ναοί τώρα δεν ήταν πεσμένοι, και διατηρούσαν κάτι από την παλιά τους μεγαλοπρέπεια, μα τα ίδια αναρριχητικά φυτά κάλυπταν ένα μέρος τους. Μπροστά μου ήταν ένας ναός που είχε κάτι γνώριμο, από τις βάσεις του τα βρωμερά φυτά ξεκινούσαν το ταξίδι τους πάνω στις πλευρές του, έδειχναν να θέλουν να καταπιούν ολόκληρο τον ναό που ριγούσε και αναστέναζε.
Η φωνή ξανακούστηκε με μια χροιά ειρωνείας τώρα.
"Ο ναός αυτός που βλέπεις είναι η ψυχή σου" είπε σαρκαστικά "Θα σε κάνω και εσένα δούλο μου και θα είμαι ο αφέντης της ψυχής σου, παραδόσου στα πάθη σου και θα είσαι για πάντα δικός μου" είπε και εγώ τρόμαξα ακόμα περισσότερο, "Όχι Θεέ μου σε κόσμους από φως οδήγησε με, εκεί όπου κατοικεί η αγάπη σου" σκέφτηκα αμέσως. Τα φυτά έδειξαν να πονούν από κάτι και μαζεύτηκαν λίγο, και ο ναός έβγαλε λίγο φως σαν έναν μικρό θόρυβο ανακούφισης.
Η φωνή ούρλιαξε με φοβερή ένταση.
"Είμαι το πάθος και θα γίνεις δικός μου", τα λόγια έσκασαν στο μυαλό μου σαν βόμβα, πετάχτηκα ιδρωμένος και τρομοκρατημένος τόσο που δεν θέλω να θυμάμαι τίποτε άλλο από εκείνη την νύχτα.
Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΧΩΡΙΣ ΥΛΗ
Αλίμονο, η νύχτα ήρθε και πάλι, η σιωπή απλώθηκε βαριά σαν την ομίχλη, μαζί της οι σκιές ξαναζωντάνεψαν, και ο τρόμος άρχισε την περιπλάνηση του στους κόσμους που τα οράματα μου με ταξιδεύουν.
Δεν τολμώ πια να ζητήσω από την σιγαλιά τις ονειρεμένες διαδρομές της, όλα έχουν αλλάξει μορφή, τα άλλοτε φωτεινά ταξίδια μου στον ονειροκόσμο τώρα με οδηγούν στην κόλαση, στην δικιά μου ατομική κόλαση.
Οι σκοτεινές σκιές του νου μου έχουν πάρει ζωή κυλούν με το αίμα μου, η ψυχή μου αγωνιά, ψάχνει διέξοδο, έναν τρόπο να ξεφύγει από τα σκοτάδια.
Κλείνω τα μάτια μου και ο εφιάλτης γεννιέται, παίρνει μορφή από κάποια απόκοσμη γωνία της ψυχής μου. Έχω καταβληθεί προσπαθώντας να τον αποφύγω, μάταια, κάποια στιγμή όλα θα πάρουν τον δρόμο τους, και το σκοτεινό ταξίδι μου θα έχει αρχίσει.
Με αυτές τις σκέψεις έκλεισα τα μάτια μου, μα η κούραση είναι σύμμαχος του εφιάλτη.
Το ίδιο πηχτό σκοτάδι με τύλιξε και πάλι, ο χρόνος έχασε την σημασία του, αργά ταξίδευα σε ένα σκοτεινό τούνελ, αυτή τουλάχιστον την εντύπωση είχα.
Από το πουθενά εμφανίστηκαν ακαθόριστες σκιές, που σιγά σιγά άρχισαν να παίρνουν σχήμα και μορφή σε έναν τρομαχτικό κόσμο.
Βρισκόμουν στην βάση ενός όγκου βράχων που ύψωναν το παράστημα τους στη μέση μιας κοκκινόχρωμης ερήμου, διάσπαρτα κατά μικρές ομάδες φύτρωναν κάποια παράξενα φυτά νάνοι, που αναδευόταν στα χάδια κάποιου ανέμου που όμως δεν φυσούσε.
Μακριά στον ορίζοντα ένας κατακόκκινος ήλιος ζέσταινε τα πάντα με τις αχτίνες του, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα ζεστή και αποπνιχτική.
Δίνοντας μεγαλύτερη προσοχή, παρατήρησα ότι από διάφορες κατευθύνσεις ακούγονταν αχνοί ήχοι, σαν ένα θλιβερό μοιρολόι θρήνοι που έλεγαν. "Ω δυστυχία μου πόσο καλύτερα θα ήμουν αν δεν είχα θέλω!", απόρησα και προσπαθούσα να καταλάβω το νόημα του θρήνου χωρίς όμως να το καταφέρω. Κοίταξα γύρω μου, έψαχνα να βρω κάτι που θα με ξεκολλούσε από την βάση των βράχων, τίποτα! Η αχανής έρημος δεν είχε τίποτα άλλο που να άξιζε τον κόπο να επισκεφτώ. Άρχισα τότε να κάνω τον κύκλο των απότομων βράχων που υψωνόταν μπροστά μου σαν κυκλώπεια τείχη, αργά με βήματα αβέβαια περπατούσα κοιτώντας πότε δεξιά και πότε αριστερά μου προς τους βράχους, βήμα βήμα ο θρήνος γινόταν όλο και πιο δυνατός και ακουγόταν τώρα αρκετά καθαρά ώστε να ξεχωρίσω ότι τον έλεγαν αμέτρητα στόματα μαζί.
Επαναλαμβανόταν μονότονα με ακαθόριστες αυξομειώσεις πόνου, δημιουργούσε μια μεγάλη και πνιγερή θλίψη καθώς ακουγόταν ακατάπαυστα επαναλαμβάνοντας τα ίδια μονότονα
λόγια του.
Συνέχισα να περπατώ, κάθε βήμα μου, μου έδινε την αίσθηση ότι δεν το είχα κάνει, με φόρτωνε με μια απόκοσμη αγωνιά, ο θρήνος είχε δυναμώσει κι άλλο κάνοντας την ατμόσφαιρα σαν μια θάλασσα από θλίψη.
Ξαφνικά μου φάνηκε ότι διέκρινα μια σκιά στους βράχους, προχώρησα προς την σκιά προσπαθώντας να διατηρηθώ ψύχραιμος, καθώς η ψυχή μου έτρεμε μπροστά στο κάθε τι που θα μπορούσα να δω, να γνωρίσω σε αυτόν τον κόσμο της θλίψης.
Βρισκόμουν τώρα μπροστά στο χαμηλό άνοιγμα μιας υγρής σπηλιάς, προσπαθούσα να αποφασίσω αν θα έμπαινα ή όχι σε αυτήν την κόλαση, τελικά με αργά βήματα μπήκα στο άνοιγμα που για καμπόσα μέτρα ξετυλιγόταν στενό, στα τοιχώματα του υπήρχαν βρύα τόσο αποκρούστηκα που προσπαθούσα να μην τα ακουμπήσω.
Στο βάθος φαίνονταν μια αίθουσα, υπήρχε κάποια, κίνηση, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω τι ήταν αυτό που κινούταν, δεν βοηθούσε και το κόκκινο σαν αίμα φως που φώτιζε το καθετί στον απαίσιο κόσμο, φτάνοντας στο τέλος του ανοίγματος κοίταξα προσεκτικά στην τεραστία αίθουσα, έμεινα έκπληκτος από αυτά που είδα να γίνονται. Η σπηλιά ήταν γεμάτη από άυλα ανθρωπόμορφα όντα που είχαν τα παράξενα χέρια τους υψωμένα, όλα κοιτούσαν σε ένα σημείο της αίθουσας που ήταν ψηλά, από εκεί που ήμουν κρυμμένος δεν μπορούσα να δω τι ήταν αυτό που λάτρευαν, άλλαξα την θέση μου προσεχτικά προσπαθώντας να μην γίνω αντιληπτός από τα όντα χωρίς ύλη.
Φτάνοντας σε ένα σημείο που θα μπορούσα να βλέπω τα πάντα σταμάτησα, και επικέντρωσα την προσοχή μου σε αυτά που γίνονταν στην σπηλιά, κοίταξα προσπαθώντας να διακρίνω τι ήταν αυτό που λάτρευαν αυτά τα όντα, και τώρα που το αναφέρω τα μάτια τους ή μάλλον αυτό που θα μπορούσε να είναι τα μάτια τους ήταν δυο τρύπες που μέσα τους καίγονταν μια άσβεστη λαχταρά.
Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα του κόκκινου Φωτός και της απέραντης θλίψης διέκρινα ένα απόκοσμο εφιαλτικό ων που είχε επάνω του γραμμένη μια λέξη: "Απληστία". Γύρω του υπήρχαν αμέτρητα από τα όντα χωρίς ύλη που έψελναν το λυπητερό μοιρολόι τους ασταμάτητα. Τα λόγια ήταν για πάντα τα ίδια : "Ω! δυστυχία μου πόσο καλύτερα θα ήμουν αν δεν είχα θέλω!", και τα υπόλοιπα όντα έλεγαν με φωνή που έτρεμε με λαχτάρα: "Θέλω, θέλω" παράξενα οράματα και οπτασίες γεννιόνταν από μέσα τους. Από κάποιο πετάχτηκαν αμέτρητα χρήματα που όμως φάνηκαν να μην το ικανοποιούν καθώς συνέχισε να φωνάζει: "Θέλω, θέλω", οπτασίες από επιθυμίες βρίσκονταν παντού γύρω τους κάνοντας το χώρο να δείχνει πολύ μικρός.
Ξαφνικά ο εφιάλτης που είχε το όνομα απληστία, σαν ένιωσε την παρουσία μου, γύρισε προς το μέρος μου, το αίμα στις φλέβες μου ταξίδευε με τεράστια ταχύτητα, η ψυχή μου έτρεμε από τον φόβο και το μυαλό μου έψαχνε να βρει τρόπους διαφυγής σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά, λες και υπήρχε κάτι καλό σε αυτό τον κόσμο του τρόμου. Από τα μάτια του ξεχύθηκε μια κόκκινη απόκοσμη λάμψη που για λίγο με τύφλωσε, όταν η όραση μου αποκαταστάθηκε η καρδιά μου πήγε να σπάσει από φόβο, μπροστά στέκονταν κάτι μεταξύ αγγέλου και του πιο τρομερού δαίμονα της κόλασης.
Στην αρχή ήταν ένα θαυμάσιο αγγελόμορφο πλάσμα γύρω του ήταν μια ανοιχτόχρωμη σχεδόν γαλάζια λάμψη, εξέπεμπε ένα δυνατό κύμα επιθυμιών, τις ένιωσα να δονούν το είναι μου, ένιωσα επιθυμίες για τα πιο απίθανα πράγματα, δημιουργούσε μια αίσθηση ευχαρίστησης που με γέμιζε. Ένιωθα να κολυμπώ σε μια θάλασσα επιθυμιών και ταυτόχρονα ήμουν ικανοποιημένος σαν να τις είχα ικανοποιήσει μια προς μια.
Από αυτή την κατάσταση με έβγαλε μια αλλαγή που συνέβαινε μπροστά μου, το ον τώρα είχε αρχίσει να παίρνει την μορφή του αγριότερου δαίμονα που είχε γεννήσει η κόλαση.
Στο μυαλό μου ήρθε ο θρήνος των όντων χωρίς ύλη, τον είπα με φωνή χρωματισμένη από ένα πόνο που διαπερνούσε και την πιο κρυφή γωνία της ψυχής μου: "Ω δυστυχία μου πόσο καλύτερα θα ήμουν αν δεν είχα θέλω". Το ον μπροστά μου κινήθηκε, ήρθε πιο κοντά μου και είπε με φωνή ακαθόριστη: "Είμαι μια επιθυμία, παιδί Μιας και Μεγάλης επιθυμίας της μητέρας όλων των επιθυμιών" και έδειξε προς την μεριά του εφιαλτικού όντως με το όνομα απληστία, "Εσύ όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι είσαστε δούλοι μας, και έλεγε με την ίδια λαχταρά με τα αλλά "θέλω !θέλω!" η λέξη ηχούσε στο μυαλό μου σαν μια απόκοσμη επίκληση, το άυλο ομοίωμα μου κινήθηκε προς τα μπρος, πήγε κάτω από τον θρόνο που καθόταν ο εφιάλτης, και ενώθηκε σε έναν ακατονόμαστο κύκλο με τα υπόλοιπα όντα χωρίς ύλη.
Στα μάτια του ομοιώματος μου πλανιόταν τώρα η ικανοποίηση, μα σιγά, αργά χωρίς να γίνετε αντιληπτό, η ικανοποίηση γινόταν θλίψη και πόνος.
Τα χείλια μου άνοιξαν και με τον τρομερότερο πόνο άρχισαν να μοιρολογούν "Ω δυστυχία μου πόσο καλύτερα θα ήμουν αν δεν είχα θέλω!" .
Βαθύ σκοτάδι με τύλιξε αργά, άνοιξα τα μάτια μου, η νύχτα έφευγε, μαζί της και οι σκιές, και η μέρα άνοιγε τα μάτια της φέρνοντας μαζί της τις ώρες του ήχου και της σάρκας, σηκώθηκα για τον μόχθο της ημέρας μα στο μυαλό μου πλανιόταν ο θρήνος των όντων χωρίς ύλη.
Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΩΝ ΣΚΙΩΝ
"Το σκοτάδι είναι τρομακτικό" είπε η Μυρσίνη "Κάθε φόρα που έρχεται μαζί του ξαναζεί και ο εφιάλτης των σκιών" σιώπησε για λίγο σαν κάτι να απέσπασε την προσοχή της.
"Ναι είναι πράγματι τρομακτικό το σκοτάδι καλή μου" της είπα "μα δεν μου έχεις πει ποτέ για αυτόν τον εφιάλτη των σκιών όπως τον είπες", με κοίταξε για λίγο και στα μάτια της διέκρινα την υποψία ενός ακαθόριστου φόβου.
Η Μυρσίνη ήταν λίγα χρόνια μικρότερη μου την ήξερα από τότε που ήταν 15 χρόνων, ήταν μια κοπέλα συνεσταλμένη, αλλά η ζωή της δεν ήταν και πολύ καλή. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες καθώς πιστεύω πως θα ήταν αδιακρισία κάτι τέτοιο.
"Οι σκιές" ξανάπε και κάνοντας μια μεγάλη παύση συνέχισε "έρχονται κάθε βράδυ από τότε που ήμουν παιδί, μόλις κλείσω τα μάτια μου πριν αποκοιμηθώ γεμίζουν τον νου μου και μου στέλνουν ακατανόητους ψίθυρους", έκανε και πάλι παύση δίνοντας μου την ευκαιρία να την ρωτήσω, κάπως δειλά θα έλεγα, σκεπτόμενος ότι ίσως να μην ήθελε να μου πει περισσότερα.
"Δεν προσπάθησες ποτέ να καταλάβεις τι λένε οι ψίθυροι των σκιών; και αυτές οι σκιές δεν έχουν σχήμα; κάποια φευγαλέα μορφή ίσως;", την κοίταξα στα μάτια, "αν βέβαια θέλεις να μου πεις, συγνώμη για την αδιακρισία μου, μα ξέρεις πόσο πολύ με ενδιαφέρουν τα οράματα και ότι έχει να κάνει με το νου μας".
"Μην ζητάς συγνώμη, εγώ εξάλλου άρχισα να μιλώ γι' αυτό, ξέρεις, έχω γράψει και κάτι για τις σκιές, θα 'θελες να στο διαβάσω; μα τι σε ρωτώ αφού ξέρω ότι θέλεις" είπε προλαβαίνοντας την απάντηση μου.
"Συγνώμη για λίγο πρέπει να βρω το σημειωματάριο μου" είπε και έφυγε από το δωμάτιο, σε λίγα λεπτά ξαναγύρισε κρατώντας στα χέρια της ένα μικρό ημερολόγιο από αυτά με τις μικρές κλειδαριές που τα νεαρά κορίτσια γράφουν για τα πρώτα χτυποκάρδια τους.
Κάθισε και πάλι απέναντι μου, με κοίταξε για λίγο, μα είμαι σίγουρος πως δεν με έβλεπε, κατέβασε το κεφάλι της, τα χέρια της έτρεμαν όπως και η φωνή της.
"Οι σκιές ήρθαν και πάλι, ζητούν να με λυγίσουν, κάνουν τις νύχτες μου τρόμο, φύγετε σκιές, δεν θα με κάνετε ποτέ δική σας", η φωνή της ήταν σπασμένη από έναν ανεξήγητο φόβο, την κοιτούσα καθώς διάβαζε, πρόσεχα κάθε κίνηση της, κάθε σύσπαση του προσώπου της.
Απορροφήθηκα τόσο πολύ από το πρόσωπο της, που η φωνή της έφτανε στα αυτιά μου σαν να ερχόταν από μακριά, και σιγά σιγά τα μάτια μου θόλωσαν και ακαθόριστες σκιές κάλυψαν το οπτικό μου πεδίο, η φωνή της τώρα ακουγόταν σαν ψίθυρος, σαν μια αύρα που χάιδευε την ακοή μου.
Ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν, προσπάθησα να ξεφύγω από αυτήν την κατάσταση, "δεν είναι ώρα τώρα για ονειροπόλημα" σκέφτηκα, "πρέπει να ακούσω τι έχει γράψει η Μυρσίνη", μάταια αντιστεκόμουν, η φαντασία μου κάλπαζε αχαλίνωτη, ένα αχνό φως άναψε μπροστά μου, "επιτέλους" σκέφτηκα "δεν θα φανώ αγενής", σκούρες κηλίδες εμφανίστηκαν που σιγά σιγά άρχισαν να μεγαλώνουν, να γίνονται σκιές που όμως δεν είχαν συγκεκριμένο σχήμα, άλλαζαν συνεχώς, με κύκλωσαν, "Φύγετε σκιές" άκουγα την φωνή της να λεει, τα χείλια μου άνοιξαν "Φύγετε σκιές" είπα επαναλαμβάνοντας τα λόγια της, τότε οι σκιές άρχισαν να στριφογυρίζουν γύρω μου με τρομαχτική ταχύτητα εκπέμποντας ακαθόριστους ήχους σαν να ψιθύριζαν απόκοσμα τραγούδια. Ήμουν εγκλωβισμένος στον εφιάλτη της Μυρσίνης, πρώτη φορά μου συνέβαινε κάτι τέτοιο, γύρισα και κοίταξα γύρω μου, και τότε δοκίμασα την μεγαλύτερη έκπληξη από τότε που άρχισα τα ταξίδια μου στις χώρες των ονείρων μου. Δίπλα μου στεκόταν η Μυρσίνη, έκλεισα τα μάτια μου μην πιστεύοντας σ' αυτό που έβλεπα, μα και όταν τα άνοιξα πάλι δεν είχε αλλάξει τίποτα, μην βρίσκοντας λόγια το μόνο που κατάφερα να πω ήταν : "είμαι μαζί σου καλή μου", τα λόγια μου ακούστηκαν περιττά.
Οι σκιές συνέχιζαν τον χορό τους με αμείωτη ένταση, μια από αυτές αποκολλήθηκε από τις άλλες και στάθηκε μπροστά μας "είμαστε οι φόβοι σας" είπε με φωνή που μου προκαλούσε κύματα φόβου, που όμως δεν μπορούσα να του δώσω κάποιον συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης, δίπλα μου η Μυρσίνη έδειχνε να παλεύει μα κάποιον αόρατο εχθρό.
"Ερχόμαστε μαζί με τη νύχτα και ριζώνουμε μέσα σας, γινόμαστε ένα με την ψυχή σας, την καταπίνουμε, μεγαλώνουμε και γινόμαστε ανίκητοι, και αυτό γιατί είσαστε αδύναμα πλάσματα φτιαγμένα από χώμα και νερό", είπε η σκιά με μια άγρια χαρά να χρωματίζει την φωνή της.
"Έλα όνειρο μου μην φεύγεις, πες μου είσαι εσύ; ή ο εφιάλτης που ζητά να με πλανέψει και να με αφομοιώσει;", άκουσα τη φωνή της Μυρσίνης να λεει, "ξέχνα το όνειρο" είπε η γριά σκιά, "εμείς είμαστε οι κυρίαρχοι του νου σου, ξέχνα το όνειρο σου μην αντιστέκεσαι στην δύναμη μας", ένιωθα μια ανεξήγητη φρίκη να με διακατέχει, δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω, "παραδόσου μας" είπε η σκιά και έπεσε με μανία επάνω μου, "δεν πρόκειται να σε αφήσουμε να μας νικήσεις ταξιδιώτη του ονειροκόσμου, και πολύ περισσότερο να μας πάρεις και αυτήν που είναι δική μας" είπε και έδειξε την Μυρσίνη που αγωνιούσε να ξεφύγει από το πνιγερό σφίξιμο τους.
"Μα πως;" σκέφτηκα "πως θα νικήσω, πως θα τους πάρω και την ψυχή που έχω δίπλα μου;"
Ένα εκτυφλωτικό φως άστραψε μπροστά μου και η φωνή της Μυρσίνης αντήχησε στα αυτιά μου "μην φύγεις όνειρο μου", και μια φωνή συμπλήρωσε στο νου μου "δώστε στα όνειρα σας ζωή, κάντε τα φωτεινά σημεία στόχους, ελπίστε και τότε θα γίνεται νικητές ταξιδιώτη"
Άνοιξα τα μάτια μου, απέναντι μου καθόταν η Μυρσίνη που με κοίταζε τρέμοντας.
"Δώσε ζωή στα όνειρα σου", της είπα και σιώπησα μην ξέροντας τι άλλο θα μπορούσα να πω.
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΠΟΥ ΛΑΜΠΙΡΙΖΟΥΝ
Ένα πρωί καθώς η μέρα άνοιγε τα μάτια της και η σιγαλιά αποτραβιόταν, και οι σκιές άφηναν τον κόσμο μας και τραβούσαν για να κρυφτούν, και το ταξίδι στον ονειροκόσμο είχε πάρει τέλος μια σκέψη μην θέλοντας να εγκαταλείψει τον χορό της και να υπακούσει στο νου μου καθώς αυτός προσπαθούσε να την ταξινομήσει μαζί με τις άλλες ώστε να μπορέσει να χορέψει με αυτές που τον απασχολούν τις ώρες του ήχου και της σάρκας αυτή ξέφευγε και τρέχοντας γύρω γύρω του φώναζε κοροϊδεύοντας τον: "Ξέρεις τι είναι ο Θεός;" και αυτός κάνοντας προσπάθειες να την ηρεμήσει της απαντούσε: "Όχι, μα όταν η σιγαλιά θα έρθει να με πάρει τότε θα αφήσω την Πένα του Λόγου να μου πει, ησύχασε τώρα γιατί πρέπει να ασχοληθώ με τις αδερφές σου που ξυπνούν τις ώρες του ήχου και της σάρκας.
Μα αυτή μην θέλοντας να σταματήσει μπλεκόταν με τις αδερφές της και τρέχοντας φώναζε χωρίς σταματημό: "Ξέρεις τι είναι Θεός ; ε; ξέρεις που είναι;"
Μην έχοντας άλλο χρόνο να ασχοληθώ μαζί της άνοιξα την πόρτα μου ξεκινώντας τις ασχολίες των ωρών του ήχου και της σάρκας.
Περνώντας μέσα από τον μικρό κήπο του σπιτιού μου είδα τα όμορφα ρόδα να λυγίζουν τον μίσχο τους και μου φάνηκε πως τα άκουσα να ψιθυρίζουν το ένα στο άλλο: "ο Θεός, ο Θεός" και όλα λύγιζαν και ξαφνιάστηκα στο άκουσμα του ψιθύρου τους, κοιτώντας γύρω μου έψαχνα να βρω τον "Θεό" που έλεγαν, μα δεν έβλεπα τίποτα.
Και η λύπη ήρθε και φώλιασε μέσα μου γιατί η σκέψη συνέχιζε την ανταρσία της και σάστιζε το νου μου. Συνεχίζοντας τον δρόμο μου, άκουγα τα πουλιά στο πρωινό τους τραγούδι, που μου άρεσε ιδιαίτερα, μα σήμερα το τραγούδι τους ήταν διαφορετικό, το τραγουδούσαν κατά ομάδες και για ρεφρέν έλεγαν όλα μαζί: "ο Θεός, ο Θεός", σάστισα για μια ακόμα φορά και έψαχνα να δω που είναι ο "Θεός" μα και πάλι δεν είδα τίποτα. Και τα δέντρα λύγιζαν τα κλαδιά τους και ψιθύριζαν μεταξύ τους: "ο Θεός", και ο άνεμος που περνούσε ανάμεσα τους και τρύπωνε παντού ψιθύριζε: "ο Θεός", και ο ήλιος έριχνε τις ακτίνες του μπαίνοντας και αυτός στον χορό των ψιθύρων, και τα σύννεφα, και η γη, όλα γύρω μου ψιθύριζαν, και η σκέψη μου συνέχιζε να τριγυρνά στο νου μου φωνάζοντας: "Ξέρεις τι είναι ο Θεός;"
Σχεδόν όλη τη μέρα όσο διαρκούσαν οι ώρες του ήχου και της σάρκας συνεχιζόταν αυτό το παράδοξο παιχνίδι.
Και όταν άπλωσα το χέρι μου στον τυφλό αδερφό μου και τον βοήθησα καθώς με ευχαριστούσε μου φάνηκε ότι τα μάτια του ψιθύρισαν: "ο Θεός".
Και όταν τέλειωσα τις δουλειές των ωρών του ήχου γύρισα στο δωμάτιο μου.
Και η σιγαλιά ήρθε και η μέρα έκλεισε τα μάτια της, και οι σκιές ξαναγύρισαν.
Μα και αυτήν την ώρα της σιγαλιάς η σκέψη ξεσηκώθηκε και άρχισε τον τρελό χορό της φωνάζοντας στις αδερφές της: "Αυτός δεν ξέρει τι είναι ο Θεός" και όλες μαζί άρχισαν να χορεύουν φωνάζοντας μου με χλευασμό: "Δεν ξέρεις τι είναι ο Θεός".
Κάποια στιγμή η πόρτα του δωματίου μου άνοιξε και το "Μικρό υπέροχο πλάσμα με τα μάτια που λαμπιρίζουν" ήρθε και στάθηκε μπροστά μου, με κοιτούσε με τα λαμπερά μάτια του καθώς άφηνα τα ίχνη της ψυχής μου στο χαρτί. Μου φάνηκε ότι ένα ολόκληρο σύμπαν ξεχυνόταν μέσα από τα μάτια του, ένα σύμπαν που ψιθύριζε: "Εδώ είναι ο Θεός", και εγώ βυθίσθηκα μέσα στα μάτια που λαμπίριζαν, μέσα στο σύμπαν τους, και έψαχνα να δω που είναι ο "Θεός" και να μάθω για να πάψουν πια οι σκέψεις μου να με κοροϊδεύουν, μα δεν έβλεπα πουθενά τον "Θεό".
Λυπήθηκα και πάλι γιατί δεν έμαθα. Τότε το "Μικρό υπέροχο πλάσμα με τα μάτια που λαμπιρίζουν", με κοίταξε πιο έντονα και το βλέμμα του έφτασε μέχρι την πιο βαθιά γωνιά του νου μου, και είπε στην γλώσσα των "Μικρών υπέροχων πλασμάτων με τα μάτια που λαμπιρίζουν" την λέξη επίκληση, και τα αυτιά μου την άκουσαν και η ψυχή μου λαμπίρισε σαν τα μάτια του, και τα αυτιά μου την επαναλάμβαναν: "Τσαπαω, Τσαπαω", και οι σκέψεις σταμάτησαν τον χορό τους, και όλα πήραν το χρώμα της χαράς και της γαλήνης.
Και οι σκέψεις μου πήραν την λέξη επίκληση και την επαναλάμβαναν με έναν ρυθμό που έκανε την ψυχή μου να δονείται, και την θάλασσα των αισθημάτων μου να ελευθερώνει τα χρώματα της σε έναν πίνακα απείρου κάλους.
Και το "Μικρό υπέροχο πλάσμα" την είπε για μια ακόμα φορά και έφυγε αφήνοντας με να κοιτώ το σύμπαν που είχε ξεπηδήσει από τα "μάτια που λαμπιρίζουν".
Οι σκέψεις μου είχαν ησυχάσει, και τώρα χόρευαν έναν μεθυστικό χορό και έλεγαν η μια στην άλλη την λέξη επίκληση που μου είχε πει το "Μικρό υπέροχο πλάσμα".
Αποκοιμήθηκα καθώς αντιλαλούσε στα αυτιά μου η λέξη επίκληση "Τσαπαω*", μην ξέροντας πως ο Θεός ζούσε μέσα μου, πως ήμουν εγώ!
*(σ' αγαπάω)
Ο ΟΥΡΑΝΟΠΕΡΠΑΤΗΤΗΣ
"Να πάρει όταν τους χρειάζεσαι δεν τους βρίσκεις ποτέ αυτούς τους ταξιτζήδες", μονολόγησε ο Καβούλ, είναι αρκετή ώρα τώρα που προσπαθούσε να βρει ταξί. Κάποια στιγμή είδε από μακριά ένα ελεύθερο "Επιτέλους", σκέφτηκε, σήκωσε το χέρι του και το ταξί σταμάτησε μπροστά του, μπήκε, "Καλημέρα πάω στο Μενίδι" είπε, "Ωχ, με συγχωρείτε μα δεν μπορώ να σας πάω", απάντησε ο οδηγός "Πρέπει να παραδώσω στον επόμενο οδηγό, συγχωρέστε με", ο Καβούλ τον κοίταξε, "Να πάρει η ευχή, ας είναι" είπε "Τι να κάνουμε" κατέβηκε λίγο εκνευρισμένος, "Τόση ώρα περιμένω χωρίς αποτέλεσμα", για αρκετή ώρα ακόμα δεν κατάφερε να βρει άλλο, είχε αρχίσει να γίνετε ανυπόμονος. Κάποια στιγμή από μακριά φάνηκε άλλο ταξί "Σε ευχαριστώ Θεέ μου" σκέφτηκε, σύντομα ήταν και πάλι μέσα στο όχημα "Καλημέρα, σας παρακαλώ θέλω να πάω στο Μενίδι" επανέλαβε και σε αυτόν τον οδηγό, "Καλημέρα, ευχαρίστως να σας πάω" είπε αυτός, ο Καβούλ χαλάρωσε, επιτέλους θα έφτανε στον προορισμό του, δεν βιαζόταν μα ήταν πάντα έτσι ανήσυχος ήθελε να τα κάνει όλα σε σύντομο χρόνο καθώς έψαχνε ευκαιρίες για να είναι μόνος του στο μικρό του δωμάτιο, του άρεσε να βρίσκεται μόνος έτσι μπορούσε να διαβάζει, να γράφει, και το κυριότερο μπορούσε να κάνει τα ταξίδια στον ονειροκόσμο.
Μια περίεργη δόνηση τον διαπερνούσε από τη στιγμή που μπήκε στο ταξί, προσπαθούσε να της δώσει υφή καθώς η ενέργεια της εισχωρούσε μέσα του, ήταν οικία δεν του προξενούσε καμιά ανησυχία, γύρισε και κοίταξε τον οδηγό, έβγαλε τα τσιγάρα του "Μπορώ;" ρώτησε "Μα ναι" είπε ο οδηγός "Αχ" αναστέναξε, "ξέρετε κύριε, κάθε πρωί που ξυπνώ μια σκέψη είναι πάντα η πρώτη που κάνω, από πολλά χρόνια τώρα, πως υπάρχει θάνατος, πως θα μπορούσα να έχω πεθάνει κατά τη διάρκεια του ύπνου μου, ή και τη στιγμή που το σκέφτομαι, και αυτή η σκέψη με κάνει να κοιτώ τον κόσμο με μάτια ανοιχτά, ανθρώπινα, και κάθε μέρα Αγαπώ τη ζωή, τον Θεό, και τους ανθρώπους περισσότερο, ναι, εγώ ένας αγράμματος και φτωχός οδηγός ενός ταξί, ξεχειλίζω από Αγάπη".
Ο Καβούλ τον κοίταξε, "Να από πού προέρχεται λοιπόν η ενέργεια που νιώθω", σκέφτηκε, "ένας άνθρωπος που κάνει τέτοιες σκέψεις δεν μπορεί να είναι φτωχός" είπε "Η Αγάπη είναι από μόνη της ανεκτίμητη, είναι πλούτος", "Έχετε δίκιο" είπε ο οδηγός και σιώπησε.
Η σκέψη του Καβούλ περπατούσε τα δικά της μονοπάτια, εδώ και λίγο καιρό έβρισκε όλο και περισσότερους ανθρώπους που του έμοιαζαν, να, ακόμα και άνθρωπος δίπλα του μιλούσε για την Αγάπη, για τον Θεό, αυτό ανακούφιζε τον Καβούλ καθώς συνειδητοποιούσε ότι δεν σκεφτόταν μόνο αυτός έτσι, "Ο Θεός είναι Αγάπη" είπε, ο οδηγός τον κοίταξε, "Ναι ο Θεός είναι Αγάπη" συμφώνησε, ο δρόμος προς τον προορισμό τους ήταν μακρύς και οι σκέψεις κύματα κύματα χτυπούσαν τον νου του.
"Πόσο όμορφος θα ήταν ο κόσμος μας αν το καταλαβαίναμε όλοι αυτό, δεν θα υπήρχαν ούτε φτωχοί, ούτε πεινασμένοι, ούτε άστεγοι, θα υπήρχαν μόνο άνθρωποι, ευτυχισμένοι άνθρωποι" είπε ο οδηγός "και η γη μας αυτό το αναπόσπαστο κομμάτι μας δεν θα προσπαθούσε να μας εξοντώσει, μα θα μας περιέβαλε με Αγάπη, πιστεύω ότι ο άνθρωπος πλάστηκε από τρία στοιχεία, Αγάπη, χώμα και νερό. Το πρώτο είναι η θεοποίηση του, το δεύτερο και το τρίτο είναι αυτά που δηλώνουν την προέλευση του" ο οδηγός σιώπησε και πάλι, ο Καβούλ δεν μίλησε είχε την εντύπωση πώς αν μιλούσε τότε ο παράξενος οδηγός δεν θα ξανάλεγε κουβέντα. Για αρκετό δρόμο η σιωπή πλανιόταν και πάλι ανάμεσα τους.
Η ενέργεια που ένοιωθε ο Καβούλ ήταν τώρα πολύ πιο δυνατή η πηγή της φεγγοβολούσε, τον κοιτούσε με την άκρη του ματιού του και αναρωτιόταν τι ζωή είχε κάνει άραγε αυτός ο άνθρωπος; τι μυστικά έκρυβε μέσα του; ποιος ήταν πραγματικά;
Ο άλλος σαν να διάβασε τη σκέψη του άρχισε πάλι να μιλά "Έχω περάσει ατέλειωτες ώρες με μόνη συντροφιά τη σκέψη μου, μπορεί να με πείτε τρελό μα δεν με νοιάζει, τι είναι η τρέλα εξάλλου, μήπως τελικά οι τρελοί είναι αυτοί που ξέρουν, που γνωρίζουν καλύτερα από μας, και επειδή αυτά που μας λένε δεν μας βολεύουν γι' αυτό τους αποφεύγουμε, δεν ξέρω, ξέρετε; Είμαι ένας ουρανοπερπατητής, έτσι με λένε κάποιοι που γνώρισα όχι όμως σε αυτόν εδώ τον κόσμο μα σε κάποιους άλλους, πολύ πιο φωτεινούς".
Ο Καβούλ τινάχτηκε "Μήπως είναι ονειροναύτης;" σκέφτηκε, "Είναι ένας όμοιος μου τελικά", μα και πάλι δεν μίλησε, ο οδηγός τον κοίταξε και πάλι, στον Καβούλ φάνηκε ότι τα μάτια του χαμογελούσαν σαν να έλεγαν "Ναι, είμαστε αδέλφια".
"Αυτοί οι κόσμοι είναι στον ουρανό, είναι κόσμοι φωτός, φτιαγμένοι από την Αγάπη του Θεού μας, και λεω Θεού μας γιατί είμαι βέβαιος ότι και εσείς Αγαπάτε τον Θεό τον ίδιο με μένα, θα σας πω λοιπόν μια ιστορία αν θέλετε".
Σιώπησε και τον κοίταξε.
"Ναι" είπε αυτός "και βέβαια θέλω"
"Ωραία, λοιπόν, την ιστορία αυτή μου την είπε ένας ερημίτης μοναχός, δεν θυμάμαι που και πότε τον συνάντησα, μα θυμάμαι πολύ καλά αυτά που μου είπε, βρισκόμουν τότε σε στενοχώρια καθώς η οικογένεια μου είχε πρόσφατα διαλυθεί, και ξέρετε, η οικογένεια είναι το παν για μένα, ας είναι όμως, το θέμα μας δεν είναι αυτό, μου είπε λοιπόν ο γέροντας:
"Κάποτε ζούσα στον κόσμο της θλίψης, της απέραντης μόνωσης, μιας μόνωσης που η χροιά της ήταν αποτυπωμένη στα αμέτρητα πρόσωπα αυτού του κόσμου, αναζητούσα μια μικρή αχτίδα από φως, αδιάκοπα έψαχνα σαν έναν τυφλό που ποθεί έστω και μια μόνο στιγμή να γεμίσει με χρώματα, κάθε μου μέρα ήταν αιώνια, πόνος μόνο πόνος υπήρχε γύρω μου, πόνος που εμείς οι μη-άνθρωποι σκορπάμε απλόχερα, και τι ειρωνεία! λέμε ότι Αγαπάμε, ότι θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι, ψέμα! Τυφλοί είμαστε! Κάποια μέρα έγινε κάτι που με άλλαξε που μου έδειξε τον δρόμο για μια ουράνια χώρα. Καθώς καθόμουν στο δωμάτιο μου, ένας άγγελος ήρθε και με βρήκε "Σήκω" μου είπε "Ήρθα να σε πάρω στον κόσμο που από χρόνια ποθείς" ξαφνιάστηκα και για να πω την αλήθεια τρόμαξα γιατί δεν ήθελα να πεθάνω, "Θα σε πάρω να σου δείξω τον κόσμο των εκλεκτών τον κόσμο του φωτός, αυτός ο κόσμος είναι η καθαρή ψυχή, η ψυχή του ανθρώπου-Θεού που φεγγοβολά σαν άστρο στον ουρανό, εκεί όπου μόνο η Αγάπη και η γαλήνη κατοικεί, έλα λοιπόν βιάσου! Φόρα τα ρούχα της ανιδιοτέλειας και βάλε στα πόδια σου τα σανδάλια των μη-θέλω, των δίνω χωρίς να ζητώ, ο κόσμος που σε παω είναι ο κόσμος της άρνησης της ανάγκης να ζω για τους άλλους". Τα λόγια του με παραξένεψαν, με τάραξαν βαθιά σαν να μου έπαιρναν κάθε θλίψη που τα χρόνια μου είχαν φορτώσει, αφού η ψυχή μου άδειασε από ότι μάταια όλα αυτά τα χρόνια έψαχνα, και έγινε σαν ένα άστρο από αγνό ακατέργαστο φως, ο άγγελος με πήρε από το χέρι και μαζί περπατήσαμε στην γραμμή του ορίζοντα προς τα ουράνια, δεν θα σου πω τι είδα σε αυτόν τον κόσμο καθώς ο άγγελος μου είπε να μην αποκαλύψω το μυστικό του σε κανέναν "Μόνο οι εκλεκτοί πρέπει να ξέρουν την πύλη του" μου είπε, από εκείνη τη μέρα αναζητούσα τη μόνωση, την Αγάπησα θα έλεγα, γιατί μόνο όταν ένας άνθρωπος είναι μόνος είναι πραγματικά ελεύθερος, έτσι πίστεψα και γι' αυτό με βρήκες εδώ, μα έκανα λάθος, έτσι ο άγγελος ήρθε ξανά μια νύχτα σε αυτόν τον χώρο της μη-ελευθερίας μου και μου είπε:
"Γιατί οι άνθρωποι είναι λιπόψυχοι γιατί αντί να ακούσουν την ψυχή τους ακούνε τον νου τους, δεν ήταν όλα αυτά που σου είπα και είδες ξεκάθαρα; δεν σε έχρισε το αιώνιο σύμπαν-Θεός ουρανοπερπατητή; Γιατί λοιπόν εσύ αρνήθηκες την υπόσταση σου; τώρα σήκω και πάμε, θα γυρίσεις πίσω στους αδελφούς σου και εκεί μέσα από την σάρκα θα μιλήσεις σε αυτούς με την ψυχή σου ώστε να πάψουν να είναι τυφλοί." Εγώ όμως του απάντησα: "Μα αφού ξέρεις πως δεν θα με ακούσουν θα με χλευάσουν θα με φτύσουν και θα πουν: "Να ακόμα ένας τρελός, ένας που για παράξενα ταξίδια λεει", άσε με λοιπόν εδώ γιατί δεν μπορώ τον χλευασμό."
"Αν κανείς δεν μιλούσε, αν ποτέ κανείς δεν αποκάλυπτε ότι γνωρίζει τώρα κανείς άνθρωπος δεν θα είχε δει την πύλη των ουράνιων χώρων γι' αυτό κάνε αυτό που πρέπει, και να θυμάσαι πάντα τούτο: Αγάπα." Αυτά μου είπε ο άγγελος και χάθηκε, τότε εγώ άρχισα να προετοιμάζομαι και τώρα είμαι έτοιμος να πω ότι ξέρω για την Αγάπη εκτός από την μυστική πύλη των χώρων του ονείρου. Αυτά μου είπε ο γέροντας και έφυγε αφήνοντας με μόνο μου.
"Άρχισα τότε να σκέφτομαι ότι άκουσα και η ψυχή μου άδειασε και έγινε ένα άστρο από αγνό ακατέργαστο φως, είδα την πύλη των ουράνιων χώρων έγινα και εγώ ένας ουρανοπερπατητής, ένας οδοιπόρος της Αγάπης." Αυτά είπε ο παράξενος οδηγός. Ο Καβούλ τον κοίταξε χωρίς να πει τίποτα παραπάνω από μια λέξη: "Αδελφέ μου." Είχαν πια φτάσει στον προορισμό τους, έβγαλε να πληρώσει τον οδηγό και κατέβηκε από το ταξί φανερά προβληματισμένος ξεκίνησε να μπει στο σπίτι, μα γύρισε να κοιτάξει για μια ακόμα φορά τον παράξενο οδηγό, μα ούτε τον οδηγό είδε ούτε το ταξί, μόνο του φάνηκε πως είδε μια μεγαλόπρεπη πύλη στον ουρανό και κάποιους που την περνούσαν, είπε τότε: "Με γαλήνη αδέλφια μου ουρανοπερπατητές θα σας συναντήσω σύντομα."
ΑΓΑΠΗ
Σκέφτομαι τώρα αναθεωρώντας κάποιες από τις απόψεις μου, πόσο άδικο έχουμε όταν βγάζοντας ορισμένα συμπεράσματα για κάποια γεγονότα, ακολουθούμε μια συγκεκριμένη πορεία, χωρίς να θέλουμε να επανεξετάσουμε ένα θέμα που μας απασχολεί.
Μην απορείς φίλε μου για την αγάπη σου μιλώ.
Πόσες φορές απορρίψαμε αυτό το όμορφο συναίσθημα από την αρχή ακόμα, από την στιγμή που γεννήθηκε μέσα μας, όχι γιατί δεν μας αρέσει, αντίθετα, μπορώ να το ομολογήσω τώρα ότι κάθε φορά που έχω αφεθεί στο ουράνιο λίκνισμα της νιώθω να πλέω, να πλέω σε μια θάλασσα από ουράνιο μυστηριακό φως, φως που κάνει κάθε γωνιά της ψυχής μου να λάμπει.
Θέλοντας να σου δώσω μια πιο σαφή εικόνα θα σου διηγηθώ κάτι που μου συνέβη αυτόν τον καιρό, και καθώς ξέρεις την πορεία της ζωής μου δεν θα μπω σε κουραστικές λεπτομέρειες. Νιώθοντας κουρασμένος και απογοητευμένος από όλα αυτά που είχα πάρει από την αγάπη, έγινα επιφυλακτικός απέναντι της, σε κάθε πλησίασμά της, σε κάθε επιθυμία να αφεθώ στην ονειρική της αγκαλιά, στην θεϊκή της αντανάκλαση μέσα στην ψυχή μου.
Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές την αναζήτησα, τη γέννησα με την φαντασία μου, της έδωσα το πρόσωπο που η καρδιά μου ποθούσε, και την ζούσα στον φανταστικό κόσμο της ποίησης, όχι ότι ο κόσμος της ποίησης είναι απαραίτητα φανταστικός, μα εγώ έχω φίλε μου μια ζωηρή φαντασία που την διεγείρω ανάλογα με το τι ποθεί η ψυχή μου.
Στον κόσμο λοιπόν της ακράτητης φαντασίας μου ζούσα την αγάπη σε όλη την μεγαλοπρέπεια που έχει η παρουσία της.
Κάποια μέρα που συνομιλούσα με τους φίλους μας στο γνωστό μας μέρος γνώρισα μια αιθέρια ύπαρξη, δεν ξέρω τι την τράβηξε κοντά μου, από την αρχή όμως γεννήθηκε μια έλξη μεταξύ μας που με την πάροδο του χρόνου έγινε πιο ζεστή, πιο οικεία.
Σκεπτόμενος λοιπόν την θέση μου και ότι κάθε φορά που αφέθηκα να με ακουμπήσει έχασα, προσπάθησα να την απομακρύνω, φοβόμουν φίλε μου, ότι για μια ακόμη φορά το όμορφο αυτό συναίσθημα, που το θεωρώ την κυριότερη αιτία ύπαρξης των πάντων, θα γινόταν βρόγχος για την ψυχή μου.
Το απέφυγα λοιπόν με επιμονή, προσπάθησα σε κάθε σκίρτημα του να το θάψω βαθιά μέσα μου.
Μα όταν η μοίρα έχει αποφασίσει τότε όλα παίρνουν το δρόμο τους χωρίς να μπορούμε να επηρεάσουμε την πορεία τους. H μεγάλη απόσταση που μας χώριζε πίστεψα πως θα σταθεί εμπόδιο στην κατ' ιδίαν συνάντηση μας, μα όπως σου είπα η μοίρα είχε αποφασίσει.
Έτσι λοιπόν χωρίς να το πολύ καταλάβω βρέθηκα να την περιμένω.
Συνειδητοποιώντας τι θα συνέβαινε σε λίγες ώρες, η καρδιά μου ήταν τόσο ταραγμένη που δεν καταλάβαινα τις ώρες που περνούσαν τρέχοντας προς την στιγμή που θα την έβλεπα και θα με έβλεπε για πρώτη φορά. H αγωνία μου ήταν μεγάλη, τα χέρια μου ίδρωναν, η καρδιά μου είχε χάσει τον συνηθισμένο της ρυθμό, όλα γύρω μου είχαν πάρει μια χροιά μαγικής εικόνας.
Έφτασε, καθώς την αντίκρισα η αγάπη ξεπήδησε από την φυλακή που την είχα. Αμέσως βρέθηκα σε έναν κόσμο χρωμάτων, έναν κόσμο μακαριότητας. Tην αγκάλιασα γλυκά και ξύπνησαν μέσα μου όλοι οι πόθοι που όλα αυτά τα χρόνια της αδιάκοπης μόνωσης μου καταπίεζα. Παράλληλα όμως ξεπήδησαν και φόβοι που σαν αδηφάγα όντα κατέτρωγαν την ψυχή μου.
Γιατί λησμόνησα να σου πω πως η οπτασία που είχα απέναντι μου ήταν μια γλυκιά ύπαρξη 20 μόλις χρόνων και εγώ κοντά στα 40. Σκέψεις λοιπόν αμφιβολίας κατέκλυσαν τον νου μου σαν ένας ασυγκράτητος χείμαρρος.
Οι πρώτες στιγμές ήταν στιγμές αγωνίας, ταραχής, και αμηχανίας. Το ονειρικό πλάσμα κάθισε απέναντι μου, ήταν και αυτή αμήχανη και ταραγμένη, το ένιωθα φίλε μου, η ταραχή της μεταδιδόταν στον χώρο σαν παλμοί από μια ανεξιχνίαστη πηγή.
Συζητήσαμε στην αρχή για πράγματα καθημερινά, καθώς η ώρα περνούσε το αίσθημα της ταραχής μεταβλήθηκε σε ανακούφιση μέσα μου.
Κάποια στιγμή νιώσαμε την ανάγκη να μείνουμε μόνοι μας, αποσυρθήκαμε λοιπόν στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου.
Καθίσαμε για αρκετή ώρα ο ένας απέναντι στον άλλο χωρίς να μιλάμε, απλά κοιταζόμασταν στα μάτια, βυθίστηκα μέσα σε αυτά τα λαμπερά μάτια και βρέθηκα σε κόσμους παραδεισένιους, κόσμους που χρόνια τώρα έβλεπα μόνο στα φανταστικά μου ταξίδια, ω! δεν μπορώ φίλε μου να σου περιγράψω πόσο όμορφα ένιωθα, σαν να είχε ξεπηδήσει μέσα από τα υπέροχα μάτια της ένας γαλαξίας χρωμάτων-είμαι σίγουρος ότι και εσύ έχεις νιώσει έτσι ή μπορεί ακόμα και να νιώθεις.
Ξαφνικά και χωρίς κανείς μας να το επιδιώξει βρέθηκε στην αγκαλιά μου, τα χέρια μου ακουμπούσαν τη σάρκα της και η ψυχή μου ταξίδευε σε καταπράσινα λιβάδια, σε κόσμους άπειρου κάλους, τα χείλια μας έσμιξαν χωρίς βιάση, αργά, ηδονικά, Θεέ μου ολόκληρο το κορμί μου έγινε ένας κόσμος αγάπης, την φιλούσα ξανά και ξανά και μεθούσα από το άρωμα της νεανικής της σάρκας.
Σμίξαμε σιωπηλά με μια ευλάβεια που έκανε το αίμα μου να κυλά αφρισμένο στις φλέβες μου.
Όλα μου τα όνειρα είχαν πάρει σάρκα και αυτήν την σάρκα την γευόμουν την ακουμπούσα την φιλούσα ξανά και ξανά.
Μια μέρα και μια νύχτα είχα στην αγκαλιά μου τον άγγελο των ονείρων μου, όταν τελικά έφτασε η στιγμή που την αποχωρίστηκα ένιωσα πως η ψυχή μου είχε αδειάσει από κάθε περιεχόμενο, καταριόμουν τις στιγμές που χωρίζουν τους ανθρώπους.
Η λύπη ήρθε και φώλιασε μέσα μου και μαζί της ήρθαν και οι φόβοι που ακολουθούν τέτοιες στιγμές.
Πήραν τον έλεγχο του νου μου και άρχισαν έναν τρελό χορό, προσπάθησα αρκετές ώρες να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη, έγραψα ότι ένιωθα, έκανα τα αισθήματα μου ποίηση και σιγά σιγά γαλήνεψα.
Ξέρεις τελικά φίλε μου, ακόμα και αν δεν ξαναδώ αυτό το ονειρικό πλάσμα-που παρακαλώ τις δυνάμεις του σύμπαντος με όλη μου τη δύναμη να το ξαναφέρουν στην αγκαλιά μου-και πάλι φίλε μου είμαι χαρούμενος γιατί η αγάπη δίνει και δεν ζητά να πάρει και εγώ αντίθετα έχω πάρει κάτι τόσο πολύτιμο από αυτήν, την ποίηση που γέννησε μέσα μου, την αίσθηση των γλυκών φιλιών της, ας την οδηγήσει για μια ακόμα φορά ο σημαντικός Θεός μου στην αγκαλιά μου.
Έχω πάρει τόσα πολλά σε μια στιγμή που δεν είχα τίποτα να μου δίνει χαρά, και θα εξακολουθώ να την σκέφτομαι με όλη την αγάπη που της αξίζει.
Τώρα ξέρω πως ο καθένας που αγαπά και αγαπιέται είναι μακάριος καλέ μου φίλε και δεν μετανιώνω που αφέθηκα στα όμορφα ταξίδια που μόνο η αγάπη μπορεί να δώσει.